-
1 крушение
крушениес1. ἡ σύγκρουση [-ις] (от столкновения)! ° ἐκτροχιασμός (поезда, трамвая)! τό ναυάγιο[ν] (корабля):потерпеть \крушение а) ἐκτροχιάζομαι (сойти с рельсов), б) ναυαγώ (о корабле)·2. пе-Рен. τό ναυάγιο, ἡ κατάρρευση [-ις], ἡ καταστροφή:\крушение надежд τό ναυάγιο τῶν ἐλπίδων. -
2 преисполняться
преисполн||ятьсянесов εἶμαι γεμάτος:\преисполнятьсяяться радостью εἶμαι γεμάτος χαρά· \преисполнятьсяя́ться надеждой εἶμαι πλήρης ἐλπίδων, εἶμαι ὅλος ἐλπίδες. -
3 гибель
-и θ.καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•
гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•
гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•
гибель надежи απώλεια των ελπίδων•
идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•
найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•
трагическая гибель τραγικός θάνατος•
обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).
(απλ.) πλήθος•народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•
гибель комаров στίφος κουνουπιών•
гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.
εκφρ.быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό. -
4 кит
-а. α.1. κήτος, φάλαινα.2. βάση, στήριγμα (ελπίδων σε κάποιον ισχυρό). -
5 крушение
-я ουδ.1. συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά•крушение поезда συντριβή τραίνου•
потерпеть крушение καταστρέφομαι, συντρίβομαι (για τραίνο)•
крушение с человеческими жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα.
βλ. кораблекрушение.2. μτφ. χαμός, απώλεια•крушение надежд σβήσιμο (ναυάγιο, καταπόντιση) των ελπίδων.
-
6 оправдание
-я ουδ.1. δικαιολογία•искать себе -я ψάχνω να βρω δικαιολογίες.
|| απαλλαγή, αθώωση.2. δικαίωση•оправдание надежд δικαίωση των ελπίδων.
3. αναπλήρωση, αντιστάθμιση,κάλυψη (εξόδων κλπ.). -
7 осуществление
-я ουδ.πραγματοποίηση, εκπλήρωση•осуществление плана πραγματοποίηση του πλάνου•
осуществление надежд πραγματοποίηση των ελπίδων.
-
8 тщета
-ы θ. παλ. ματαιότητα, ματαιοδοξία•тщета надежд ματαιότητα, των ελπίδων.
См. также в других словарях:
ἐλπίδων — ἐλπίς hope fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Greece national under-21 football team — European national under 21 football team Name = Greece Under 21 Badge = Nickname = Εθνική Ελπίδων ( National team of Hopes ) Association = Hellenic Football Federation Coach = flagicon|Greece Nikos Nioplias Captain = Grigorios Makos Most caps =… … Wikipedia
Cyprus national under-21 football team — Cyprus Under 21 Nickname(s) Εθνική Ελπίδων ( National team of Hopes ) Association Cyprus Football Association Head coach Savvas Paraskevas Captain … Wikipedia
Griechische Fußballnationalmannschaft (U-21-Männer) — Griechenland Spitzname(n) Ethniki Elpidon (Εθνική Ελπίδων) (‚Nationalmannschaft der Hoffnungen‘) Verband Elliniki Podosferiki Omospondia Konföderation UEFA … Deutsch Wikipedia
Dimitris Giantsis — Personal information Full name Dimitrios Giantsis Date of birth 4 March 1988 ( … Wikipedia
Молодёжная сборная Греции по футболу — Прозвища Εθνική Ελπίδων (Сборная надежд) Конфедерация УЕФА Федерация Гр … Википедия
Молодёжная сборная Кипра по футболу — Прозвища Εθνική Ελπίδων (Сборная надежд) Конфедерация Кипрская федерация футбола Федерация УЕФА … Википедия
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
ανακρεμάννυμι — ἀνακρεμάννυμι (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου 2. απαγχονίζω 3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ «ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων» 4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κρεμάννυμι] … Dictionary of Greek