-
1 свободно
ελεύθεραελευθέρως- на борту мор. - επί του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свободно
-
2 свободно
свобод||нонареч1. (без принужде-ния) ελεύθερα, ἐλευθέρως·2. (с легкостью) ἀνετο[( ἐλεοθερα·3. (просторно, широ^ 0 платье} εὐρύχωρα. -
3 Candidly
adv.P. and V. ἁπλῶς, ἄντικρυς, ἐλευθέρως, P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak candidly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Candidly
-
4 Frankly
adv.P. and V. ἁπλῶς, ἄντικρυς, ἐλευθέρως.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak frankly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Frankly
-
5 Free-born
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Free-born
-
6 Freely
adv.P. and V. ἐλευθέρως.Without stint: P. and V. ἀφθόνως, P. ἀφειδῶς.Outspokenly: P. and V. ἁπλῶς, P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak freely, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Without restraint: P. ἀνειμένως, ἀνέδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Freely
-
7 Generously
adv.Munificently: P. φιλοδώρως.Abundantly: P. and V. ἀφθόνως (Eur., frag.).Liberally: P. and V. ἐλευθέρως.Nobly: P. and V. γενναίως, P. μεγαλοψύχως, V. εὐγενῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Generously
-
8 Independently
adv.P. and V. ἐλευθέρως.Privately: P. and V. ἰδίᾳ (Eur., Supp. 129).Independently of: see apart from.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Independently
-
9 Liberally
adv.Munificently: P. φιλοδώρως.Abundantly: P. and V. ἀφθόνως (Eur., frag.).As befits a freeman: P. and V. ἐλευθέρως.Nobly: P. and V. γενναίως, P. μεγαλοψύχως, V. εὐγενῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liberally
-
10 Openly
adv.Without concealment: P. and V. ἐμφανῶς, προδήλως, Ar. and P. φανερῶς, P. ἐκ τοῦ προφανοῦς, ἐκ τοῦ φανεροῦ, Ar. κατὰ τὸ φανερόν.Vote openly: P. ψῆφον φανερὰν διαφέρειν (Thuc. 4, 74).Frankly: P. and V. ἁπλῶς, ἐλευθέρως, ἄντικρυς.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak openly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Openly
-
11 Plainly
adv.Simply: P. and V. ἁπλῶς.Candidly: P. and V. ἁπλῶς, ἄντικρυς, ἐλευθέρως.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak plainly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Intelligibly: P. and V. γνωρίμως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plainly
-
12 Unreservedly
adv.Frankly: P. and V. ἀπλῶς, ἐλευθέρως.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak unreservedly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Without restraint: P. ἀνέδην, ἀνειμένως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unreservedly
См. также в других словарях:
ἐλευθέρως — ἐλεύθερος free adverbial ἐλεύθερος free masc acc pl (doric) ἐλεύθερος free adverbial ἐλεύθερος free masc/fem acc pl (doric) ἐλευθερόω set free imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВОСПИТАНИЕ — • Educatio. I. Греческое. Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… … Реальный словарь классических древностей
ημίσταυρος — ο στρ. μικρό σιδερένιο κομμάτι που χρησιμοποιείται για να προσαρμόζει ελευθέρως τα διάφορα μέρη τής σαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… … Dictionary of Greek
ԱԶԱՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0004 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c մ. ἑλευθέρως , libere, εὑγενῶς , nobiliter Իբրեւ տէր. իշխանաբար. որպէս վայե՛լ է ազատի: *Ազատաբար ոչ բնաւ ումեք ծառայել. Պիտ.: *Ազատաբար ʼի նոյն բերի, եւ ո՛չ թէ ծառայաբար. Լմբ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)