Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский
ἐλευθερίῃ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Ἐλευθερίη — Ἐλευθέριος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερίη — ἐλευθερία freedom fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλευθερίῃ — Ἐλευθέριος fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθερίῃ — ἐλευθερία freedom fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek