-
1 маслина
1. (плод) η ελαία, η ελιά 2. (де-рево) η ελαίατο ελαιόδεντροτο (ε)λιόδέντρο, η ελιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маслина
-
2 резина
το ελαστικό κόμμι, το λάστιχοвулканизировать - у ενθειώνω το -, θειώνω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резина
-
3 маслина
маслинаж1. (плод) ἡ ἐληά, ἡ ἐλαία·2. (дерево) ἡ ἐληά, ἡ ἐλαία, τό ληόδεντ-ρο, τό ἐλαιόδενδρον. -
4 олива
оливаж1. (дерево) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαια, τό λιόδενδρο, τό ἐλαιόδενδρο[ν]:дикая \олива ἡ ἀγρι(ο)ελιά·2. (плод) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαιά:сбор олив ἡ συγκομιδή τῶν ἐλιῶν, τό μάζεμα τῆς ἐλιας, τό λιομάζωμα· урожай олив ἡ ἐσοδεία ἐλιᾶς, ἡ ἐλαιοπαραγωγή. -
5 умастить
умащу, умастишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умащённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. παλ. αλείφω με αιθέρια έλαια. || αλείφω με λίπος.αλείφομαι με αιθέρια έλαια. || αλείφομαι με λίπος. -
6 оливка
η ελαία, разг. η ελιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оливка
-
7 присадка
1. тех. το πρόσθετο υλικό, η προσθήκη, το βελτιωτικό 2. (дополнитель-ная посадка к ранее посаженному) η συμπληρωματική (εμ)φύτευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присадка
-
8 эфирный
1. хим. αιθέρι/ος 2. рад. του αιθέραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эфирный
-
9 летучий
лету́ч||ийприл1. Ιπτάμενος, πτητικός·2. хим. πτητικός:\летучийие масла τά πτητικά (или αίθέρια) ἔλαια· ◊ \летучийая мышь зоол. ἡ νυχτερίδα, ἡ νυκτερίς. -
10 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
11 эфирный
эфирныйприл в разн. знач. αἰθέριος:\эфирныйные масла τα αίθέρια ἔλαια· \эфирныйное создание ирон. ἡ αίθέρια ὕπαρξη, ἡ αίθέρια καλλονή. -
12 летучий
-ая, -ееεπ., βρ: -туч, -а, -е.1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).4. πτητικός•-ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.
εκφρ.- ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•- ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•- ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι). -
13 олива
-ы θ.ελιά, ελαια, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός•дикая олива η αγριελιά•
уро-жш олив ελαιοπαραγωγή•
сбор олив ελαιο-συγκομιδή, λιομάζωμα.
-
14 эфирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. αιθέριος, αιθεριώδης• του αιθέρα.2. μτφ. άυλος, υπέργειος, ουράνιος• αξαίσιος•-ое существо αιθέριο ον•
-ая барышня εξαίσια κυρία.
3. που περιέχει αιθέρα•-ые масла αιθέρια έλαια.
См. также в других словарях:
ἐλαία — ἐλαίᾱ , ἐλαία olive tree fem nom/voc/acc dual ἐλαίᾱ , ἐλαία olive tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱ , ἐλαιάω pres imperat act 2nd sg ἐλαίᾱ , ἐλαιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαία — Ἐλαίᾱ , Ἐλαίη fem nom/voc/acc dual Ἐλαίᾱ , Ἐλαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίᾳ — ἐλαίᾱͅ , ἐλαία olive tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαίᾳ — Ἐλαίᾱͅ , Ἐλαίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά … Dictionary of Greek
ἐλαιᾷ — ἐλαιάω pres subj mp 2nd sg ἐλαιάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλαιάω pres subj act 3rd sg ἐλαιάω pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλαια — ἔλαιον olive oil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίας — ἐλαίᾱς , ἐλαία olive tree fem acc pl ἐλαίᾱς , ἐλαία olive tree fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱς , ἐλαιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίαν — ἐλαίᾱν , ἐλαία olive tree fem acc sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱν , ἐλαιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐλαίᾱν , ἐλαιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπατέλαια — Έλαια που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνες. Τα η. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ιατρική και λαμβάνονται από το συκώτι ορισμένων ψαριών της οικογένειας του γάδου (μουρούνας). Βλ. λ. μουρουνέλαιο. * * * τα (βιοχ.) έλαια μεγάλης… … Dictionary of Greek
ἐλαιᾶν — ἐλαία olive tree fem gen pl (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐλαιᾶ̱ν , ἐλαιάω pres inf act (epic doric) ἐλαιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)