Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐλαία

См. также в других словарях:

  • ἐλαία — ἐλαίᾱ , ἐλαία olive tree fem nom/voc/acc dual ἐλαίᾱ , ἐλαία olive tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱ , ἐλαιάω pres imperat act 2nd sg ἐλαίᾱ , ἐλαιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαία — Ἐλαίᾱ , Ἐλαίη fem nom/voc/acc dual Ἐλαίᾱ , Ἐλαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαίᾳ — ἐλαίᾱͅ , ἐλαία olive tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαίᾳ — Ἐλαίᾱͅ , Ἐλαίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά …   Dictionary of Greek

  • ἐλαιᾷ — ἐλαιάω pres subj mp 2nd sg ἐλαιάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλαιάω pres subj act 3rd sg ἐλαιάω pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλαια — ἔλαιον olive oil neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαίας — ἐλαίᾱς , ἐλαία olive tree fem acc pl ἐλαίᾱς , ἐλαία olive tree fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱς , ἐλαιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαίαν — ἐλαίᾱν , ἐλαία olive tree fem acc sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱν , ἐλαιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐλαίᾱν , ἐλαιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπατέλαια — Έλαια που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνες. Τα η. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ιατρική και λαμβάνονται από το συκώτι ορισμένων ψαριών της οικογένειας του γάδου (μουρούνας). Βλ. λ. μουρουνέλαιο. * * * τα (βιοχ.) έλαια μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαιᾶν — ἐλαία olive tree fem gen pl (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐλαιᾶ̱ν , ἐλαιάω pres inf act (epic doric) ἐλαιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»