Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐκπορεύομαι

См. также в других словарях:

  • εκπορεύομαι — εκπορεύομαι, εκπορεύτηκα και εκπορεύθηκα βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπορεύομαι — (ΑΜ ἐκπορεύομαι, Α και ἐκπορεύω) προέρχομαι, εκπηγάζω («τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον τὸ ἐκ τοῡ Πατρὸς ἐκπορευόμενον») αρχ. 1. πορεύομαι έξω, βγαίνω έξω 2. ἐκπορεύω βοηθώ κάποιον να βγει από κάπου …   Dictionary of Greek

  • ἐκπορεύομαι — ἐκπορεύω make to go out pres ind mp 1st sg ἐκπορεύω make to go out pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ісходження - походження Святого Духа — Неозначеність і різновжиток в українському богослов ї термінів ісходження та походження (стосовно Святого Духа) є, на перший погляд, у явному контрасті до надзвичайної важливости цього питання в історії християнського полемічного богослов я. Це,… …   Термінологічний довідник для богословів та редакторів богословських текстів

  • исхожду — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. греч ἐκπορεύομαι), выхожу; исхождаше и… …   Словарь церковнославянского языка

  • διεκπορεύομαι — (Α) [εκπορεύομαι] 1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι 2. διέρχομαι …   Dictionary of Greek

  • εκπορεύω — βλ. εκπορεύομαι …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • προοδεύω — ΝΜΑ [πρόοδος] οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ νεοελλ. 1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκπορεύομαι — Α [ἐκπορεύομαι] εξέρχομαι μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»