-
1 Agape
adj.Ar. and P. κεχηνώς (perf. part. of χάσκειν).Astonished: P. and V. ἐκπεπληγμένος (perf. part. pass. of ἐκπλήσσειν).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Agape
-
2 Aghast
adj.P. and V. ἐκπεπληγμένος, ἐκπλαγείς (perf. and aor. part. pass. of ἐκπλήσσειν).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aghast
-
3 Panic-stricken
adj.Use P. and V. ἐκπλαγείς, ἐκπεπληγμένος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Panic-stricken
-
4 Pierce
v. trans.Bare: P. and V. τετραίνειν, τρυπᾶν (Soph., frag.), Ar. διατετραίνεσθαι.Prick: P. and V. κεντεῖν, V. χρίειν.Go through: V. διαπερᾶν, διέρχεσθαι (acc. or gen.); of an arrow, V. διαρροιζεῖν (gen.) (Soph., Trach. 558).Enter: P. and V. εἰσέρχεσθαι (εἰς, acc., or acc. alone in V.), εἰσδύεσθαι (εἰς, acc., or acc. alone in V.).Break: P. and V. ῥηγνύναι (in P. usually compounded), διαρρηγνύναι.Piercing his ankles through with iron points: V. σφυρῶν σιδηρᾶ κέντρα διαπείρας μέσον (Eur., Phoen. 26).Sting, pain: P. and V. λυπεῖν, δάκνειν.Pierced with: V. πεπληγμένος (dat.), P. and V. ἐκπεπληγμένος (dat.), ἐκπλαγείς (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pierce
См. также в других словарях:
εκπεπληγμένος — η, ον βλ. εκπλήττω … Dictionary of Greek
ἐκπεπληγμένος — ἐκπλήσσω strike out of perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) … Dictionary of Greek
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… … Dictionary of Greek
τέθηπα — Α 1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ. β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ. γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.) 2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώς έκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε… … Dictionary of Greek