-
1 εκλεγω
(pf. pass. ἐξείλεγμαι - NT. ἐκλέλεγμαι)1) тж. med. выбирать, избирать, отбирать(ἐξ ἁπασῶν τοὺς ἀρίστους Xen.; πρεσβύτας Plat.; προτάσεις ἐξειλεγμέναι Arst.)
ἐκλελέχθαι εἴς τι Xen. — быть избранным для чего-л.2) редко med. собирать, взыскивать, взимать(χρήματα παρά τινος Thuc.; δασμοὺς ἔκ τινος Xen.; τέλη τινά Aeschin.; med. τέν δεκάτην τινός Xen.)
3) выбирать, вырывать, удалять(ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς, sc. τρίχας Arph.)
-
2 εκλέγω
(αόρ. εξέλεξα, παθ. αόρ. εξελέχθην и εξελέγη ν) μετ.1) выбирать, делать выбор; 2) выбирать, избирать -
3 ἐκλέγω
ἐκ|λέγω выбирать, набирать (->ἐκλογή эклога; ср. эклектика) -
4 εκλέγω
[эклэго] ρ выбирать, избирать. -
5 εκλεκτεος
-
6 εξερω
-
7 παρεκλεγω
-
8 προεκλεγω
-
9 εξελέγην
παθ. αόρ. от εκλέγω -
10 εκλεκτός
εκλεκτός, -ή, -όизбранный:πολλοί γαρ εισίν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί (Ματθ. 22, 14) — много званых, а мало избранных (Мф. 22, 14) ;
ΦΡ.εκλεκτός λαός ο — избранный народ, Израиль (см. λαός), народ Божий, избранные Божии:Ενδύσασθε ουν, ως εκλεκτοί του θεού άγιοι και ηγαπημένοι (Κολ. 3, 12) — Итак облекитесь, как избранные Божии, святые и возлюбленные (Кол. 3, 12)
Этим.< дргр. εκλέγω «выбирать, отбирать» -
11 εκλογή
εκλογή ηсборник стихов и песнопений из Ветхого Завета и, главным образом, из Псалтиря, который поется на праздниках вместо причастного стихаЭтим.дргр. < εκλέγω «выбирать, отбирать»
См. также в других словарях:
ἐκλέγω — pick pres subj act 1st sg ἐκλέγω pick pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλέγω — εκλέγω, εξέλεξα βλ. πίν. 139 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκλέγω — (I) (AM ἐκλέγω) Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω 2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία 3. μαζεύω, συλλέγω 4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω αρχ. μσν. (για φόρους) εισπράττω αρχ. 1. αποσπώ, αφαιρώ 2. δηλώνω, κοινοποιώ 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
εκλέγω — έκλεξα, εκλέχτηκα, εκλεγμένος, η, ο, μτβ. 1. ξεχωρίζω από πολλά ένα ή περισσότερα ως καλύτερα, προτιμώ, διαλέγω. 2. με την ψήφο μου σε εκλογές δείχνω την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για ένα πολιτικό κόμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκλέγεσθε — ἐκλέγω pick pres imperat mp 2nd pl ἐκλέγω pick pres ind mp 2nd pl ἐκλέγω pick imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλέγετε — ἐκλέγω pick pres imperat act 2nd pl ἐκλέγω pick pres ind act 2nd pl ἐκλέγω pick imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλέγῃ — ἐκλέγω pick pres subj mp 2nd sg ἐκλέγω pick pres ind mp 2nd sg ἐκλέγω pick pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξειλεγμένα — ἐκλέγω pick perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξειλεγμένᾱ , ἐκλέγω pick perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξειλεγμένᾱ , ἐκλέγω pick perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεγομένων — ἐκλέγω pick pres part mp fem gen pl ἐκλέγω pick pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεγόμεθα — ἐκλέγω pick pres ind mp 1st pl ἐκλέγω pick imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεγόμενον — ἐκλέγω pick pres part mp masc acc sg ἐκλέγω pick pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)