Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ἐκ-φάνῃς

  • 1 α ускоритель επ.ταχυντικός

    [эпитахинтикос]εκ. ускорительный επ.ταχύνω [эпитахино] ρ. ускорять. επ.τείνω [эпигино] ρ. обострять, ухудшать, επ.τευξη [эпитэфкси] ουσ. θ. приобретение, достижение, επ.τήδειος [эпитидиос] εκ. искусный, ловкий, επ.τηδειότητα [эпитидиотита] ουσ. Θ. искусность, ловкость, επ.τηδες [эпитидэс] εκίρ. нарочно, преднамеренно, επ.τήρηση [эпитириси] ουσ. θ. присмотр, надзор. επ.τηρητής [эпитиритис] ουσ. а. надзиратель, смотритель, επ.τηρώ [епитиро] р. наблюдать επ.τίθεμαι [эпититэмэ] р. нападать, атаковать, επ.τιμος [эпитимос] εκ. почётный, уважаемый, επ.τόκιο [эпитокио] ουσ. о. проценты. επ.τομή [эпитоми] ουσ. Θ. конспект επ.τραπέζιος [эпитрапэзиос] εκ. настольный, столовый, επ.τρέπω [эпитрэпо] р. позволять, разрешать, επ.τροπή [эпитропи] ουσ. Θ. комитет, комиссия, επ.τροπος [епитропос] ουσ. управляющий επ.τυγχάνω [эпитинхано] р. достигать цели, добиваться,end επ.τυχημένος [епитихименос]εκ. успешный επ.τυχής [эпитихис] εκ. успешный, удачный, επ.τυχία [эпитихиа] ουσ. Θ. успех, удача. επ.φάνεια [эпифаниа] ουσ. Θ. поверхность, площадь, επ.φανής [эпифанис] εκ. видный, выдающийся, επ.φοβος [эпифовос] εκ. опасный, грозный, επ.φυλακτικός [эпйфилактикос]εκ. осмотрительный, осторожный. επ.φύλαξη [эпифилакси] ουσ. Θ. осторожность, осмотрительность επ.φυλάσσομαι [эпифилассомэ]

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > α ускоритель επ.ταχυντικός

См. также в других словарях:

  • Φάνης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάνης — fem nom sg φαίνω A ren. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) φανάω pres ind act 2nd sg φανάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάνῃς — Φάνης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των …   Dictionary of Greek

  • φανῆς — φαίνω A ren. fut ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) φανή torch fem gen sg (attic epic ionic) φᾱνῆς , φανός 1 shining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῇς — Φάνη fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανῇς — φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάνῃς — φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg φά̱νῃς , φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κακριδής, Φάνης — (Αθήνα 1933 –). Φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου, γιος του Ιωάννη Κακριδή (βλ. λ.). Μετά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαλόπουλος, Φάνης — (Αθήνα 1895 – 1960). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά εμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων ως ποιητής και λογοτέχνης, δημοσιεύοντας ποιήματα και φιλολογικές μελέτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,… …   Dictionary of Greek

  • φανῆις — φανῇς , φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανῇς , φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»