-
1 отплюнуть
-
2 выплевывать
выплевыватьнесов (ἀπο)πτΰω, φτύνω. -
3 наплевать
наплеватьсов1. φτύνω, πτύω·2. перен разг:мне \наплевать στά παλιά μου τά παπούτσια· ему́ \наплевать на это καρφί δέν τοῦ καίεται. -
4 оплевать
оплеватьсов, оплевывать несов1. (κατα)φτύνω, (κατα)πτύω·2. перен разг διασύρω, πομπεύω -
5 отхаркивать
отхарк||иватьнесов ἀποχρέμπ(τ)ομαι, φτύνω, πτύω. -
6 плевать
плевать1. φτύνω, πτύω·2. перен (на кого-л., на что-л.) ἀψηφω:ему́ \плевать на все περιφρονεί τά πάντα, δέν σκοτίζεται γιά τίποτε· ◊ не плюй в колодец:пригодится воды́ напиться посл. μεγάλη μπουκιά φάγε μεγάλο λόγο μή λες. -
7 выплевать
-люю, -люешьρ.σ.μ.φτύνω, εκ-πτύω, αποπτύω. -
8 плевать
плюю, плюшьρ.δ.1. φτύνω, πτύω•плевать на пол воспрещается απαγορεύεται να φτύνετε στο πάτωμα•
плевать на лицо φτύνω στο πρόσωπο.
2. μτφ. περιφρονώ, μουτζώνω, δίνω μού-τζες. || αδιαφορώ, τελείως, δε με μέλει καθόλου, καρφί δε μου καίγεται..εκφρ. плевать в потолок το πιάνω ζάπλα, τεμπελιάζω(βαριέμαι και να γυρίσω να φτύσω)•не шши в колодец: пригодиться воды напиться παρμ. μη βρωμίζεις το γιατάκι σου (φωλιά σου), γιατί θα σου ξαναχρειαστεί.
1. βλ. ρ. ενεργ. φ.βγάζω σάλια κατά την ομιλία.2. αλληλοφτύ-νομαι.3. μτφ. φτύνω από το θυμό•не нравится ему, всё плются δεν του αρέσει και όλο φτύνει (κάνει φτου, φτού).
См. также в других словарях:
πτύω — πτύον winnowing shovel neut nom/voc/acc dual πτύον winnowing shovel neut gen sg (doric aeolic) πτύω spit out pres subj act 1st sg πτύω spit out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύω — ΜΑ βλ. φτύνω … Dictionary of Greek
πτύω — βλ. φτύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτύῳ — πτύον winnowing shovel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
πτύσαι — πτύω spit out aor imperat mid 2nd sg πτύω spit out aor inf act πτύσαῑ , πτύω spit out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύσον — πτύω spit out aor imperat act 2nd sg πτύω spit out fut part act masc voc sg πτύω spit out fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύσω — πτύω spit out aor subj act 1st sg πτύω spit out fut ind act 1st sg πτύω spit out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύῃ — πτύω spit out pres subj mp 2nd sg πτύω spit out pres ind mp 2nd sg πτύω spit out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυομένων — πτύω spit out pres part mp fem gen pl πτύω spit out pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυσθέντα — πτύω spit out aor part pass neut nom/voc/acc pl πτύω spit out aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)