Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐκ-λογίζομαι

  • 1 вменять

    ρ.δ.
    βλ. вменить.
    θεωρούμαι, λογίζομαι. || αποδίδομαι, καταλογίζομαι. || εκτιμιέμαι, αναγνωρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вменять

  • 2 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 3 начислять

    ρ.δ.
    βλ. начислить.
    λογίζομαι, λογαριάζομαι, συνυπολογίζομαι, μπαίνω στο λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > начислять

  • 4 почитать

    ρ.σ.μ. διαβάζω. || διαβάζω λίγο.
    διαβάζω.
    ρ.δ.
    βλ. почесть 1.
    παλ. θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι, λογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > почитать

  • 5 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 6 считать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.
    1. αριθμώ μετρώ•

    считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.

    2. μ. λογαριάζω•

    считать деньги μετρώ τα χρήματα•

    считать овец μετρώτα πρόβατα•

    считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•

    считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.

    || μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•

    считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•

    считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.

    3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•

    его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•

    нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•

    считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.

    εκφρ.
    считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•
    считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.
    1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•

    считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).

    2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.
    3. θεωρούμαι, λογίζομαι.
    4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•

    я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.

    5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.
    ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•

    считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > считать

  • 7 числить

    -лю, -лишь
    ρ.δ.μ.
    1. παλ. αριθμώ, μετρώ•

    числить дни μετρώ τις μέρες.

    2. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω• θεωρώ, λογίζω, λογαριάζω•

    числить больным λογίζω άρρωστον•

    числить в отпуск συμπεριλαβαίνω στους αδε ιούχους.

    1. αριθμούμαι.
    2. συμπεριλαβαίνομαι, συγκαταλέγομαι, θεωρούμαι, λογίζομαι, λογαριάζομαι•

    он -ится αυτός συμπεριλαβαίνεται στον κατάλογο.

    || φέρομαι χρεωμένος•

    эта книга -ится за ним αυτό το βιβλίο είναι χρεωμένο σ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > числить

См. также в других словарях:

  • λογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογίζομαι — count pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λελογισμένα — λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζεσθε — λογίζομαι count pres imperat mp 2nd pl λογίζομαι count pres ind mp 2nd pl λογίζομαι count imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένον — λογίζομαι count perf part mp masc acc sg λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένων — λογίζομαι count perf part mp fem gen pl λογίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογίσμεθα — λογίζομαι count perf ind mp 1st pl λογίζομαι count plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζομένων — λογίζομαι count pres part mp fem gen pl λογίζομαι count pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζόμεθα — λογίζομαι count pres ind mp 1st pl λογίζομαι count imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»