Перевод: с немецкого на все языки
ἐδάρην
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἐδάρην — δέρω skin aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) δέρω skin aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
деру — I деру драть I., укр. деру, дерти, ст. слав. дерѫ, дьрати (Супр.), болг. дера сдираю (шкуру) , сербохорв. де̏рем, дриjѐти, словен. derem, drėti, чеш. dru, dřiti сдирать, облупливать , deru, drati драть, грабить , польск. drę, drzec, в. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άδαρτος — η, ο (Α ἄδαρτος, ον) αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος νεοελλ. αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν… … Dictionary of Greek
δάρσιμο — το ο δαρμός νεοελλ. έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω έγδειρα)] … Dictionary of Greek
δαρήσιμος — δαρήσιμος, ον (Μ) άξιος δαρμού, αυτός που πρέπει να φάει ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (παθ. αόρ.) εδάρην τού δέρω* + (κατάλ.) σιμος] … Dictionary of Greek
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary