Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐ-(ϝ)ίση

  • 1 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 2 ар

    (мера земельной площади в метрической системе, равная 100 кв.м.) το αρ (μονάδα μέτρησης της επιφάνειας ίση με 100 τ.μ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ар

  • 3 доля

    1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδα
    массовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματος
    мольная - см. молярная -
    2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля

  • 4 паритет

    1. юр. η ίση εκπροσώπηση 2. эк. η ισοτιμία (του συναλλάγματος).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паритет

  • 5 доска

    доск||а
    ж
    1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:
    дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·
    2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:
    мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο.

    Русско-новогреческий словарь > доска

  • 6 ар

    α.
    το άρ, μονάδα μέτρησης επιφάνειας ιση με 100 τ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > ар

  • 7 гран

    α. παλ.
    φαρμακ. μονάδα βάρους ίση προς 0,062 γρμ.
    εκφρ.
    ни -а истины – ούτε κόκκος (ίχνος) αλήθειας•
    ни -а совести – ούτε κόκκος συνείδησης.

    Большой русско-греческий словарь > гран

  • 8 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 9 десятина

    θ. παλ.
    1. ρωσική μονάδα επιφάνειας ίση προς 1,09 του εκταρίου.
    2. η δεκάτη (φόρος εκκλησιαστικός την εποχή του φεουδαρχισμού).

    Большой русско-греческий словарь > десятина

  • 10 драхма

    θ.
    1. δραχμή, ελληνική νομισματική μονάδα.
    2. παλ. μονάδα φαρμακευτικού βάρους ίση με 3,73 του γραμμαρίου.

    Большой русско-греческий словарь > драхма

  • 11 накат

    α.
    1. κύλιση.
    2. επανάταξη πυροβόλου.
    3. μτφ. επίπτωση• ξαφν ική εμφάν ιση. || ορμητική φορά κύματος. || σανίδωση επίστρωση με κορμούς δέντρων.
    4. μηχανι περιτύλιξης χαρτιού.

    Большой русско-греческий словарь > накат

  • 12 наравне

    επίρ.
    1. εξ ίσου, ίσα, στο ίδιο ύψος, βάθος, επίπεδο κ.τ.τ., στην ίδια γραμμή• με ίση ταχύτητα, δύναμη.
    2. το ίδιο (όπως), όμοια•

    старики работают наравне с.молодыми οι γέροι δουλεύουν το ίδιο σαν τους νεολαίους.

    Большой русско-греческий словарь > наравне

  • 13 низвержение

    ουδ.
    κατάρριψη, γκρέμισμα, κατακρήμν ιση. || μτφ. κατάλυση, κατάργηση, ανατροπή•

    низвержение самодержавия γκρέμισμα της απολυταρχίας.

    Большой русско-греческий словарь > низвержение

  • 14 покачивание

    ουδ.
    αιώρηση, κούνημα, λί-κν ιση • ταλάντευση.

    Большой русско-греческий словарь > покачивание

  • 15 уточнение

    ουδ.
    καθορισμός ακρίβειας-εξακρίβωση• διαπίστωση. || διασαφήνηση, δι-ευκρίν ιση.

    Большой русско-греческий словарь > уточнение

См. также в других словарях:

  • Ἴση — Ἴ̱ση , Ἶσις plant fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴση — ἴσος equal fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἴ̱ση , ἴσος equal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσῃ — Ἴ̱σηι , Ἶσις plant fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσῃ — ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) ἴ̱σῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσῆι — ἰσῇ , ἰσάζω make equal fut ind mid 2nd sg (doric) ἰσῇ , ἰσάζω make equal fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικας — ἰσή̱λικας , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικες — ἰσή̱λικες , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσηι — ἴσῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) ἴ̱σῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • ῥαίσῃ — ῥαίω break aor subj mid 2nd sg ῥαίω break aor subj act 3rd sg ῥαίω break fut ind mid 2nd sg ῥᾱίσῃ , ῥαίζω grow easier aor subj mid 2nd sg ῥᾱίσῃ , ῥαίζω grow easier aor subj act 3rd sg ῥᾱίσῃ , ῥαίζω grow easier fut ind mid 2nd sg ῥᾱΐσῃ , ῥαίζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»