-
1 барахлить
-лю, -лишь, ρ.δ.1. (απλ.) (γιά μηχανές, όργανα κ.τ.τ.) δεν λειτουργώ (δουλεύω) κανονικά.2. λέγω ανοησίες, ασυναρτησίες, άρες μάρες (κουκουνάρες). -
2 бред
-а, προθτ. о бреде, в бреду α.1. παραλήρημα, -ρητό, παραμίλημα ασθενή.2. ασυναρτησίες, άρες-μάρες (κουκουνάρες). -
3 десятый
αρθμ. ταχτ. δέκατος•десятый километр δέκατο χιλιόμετρο•
- ое (ή -ого) декабря τις δέκα του Δεκέμβρη (ημερομηνία).
εκφρ.из пятого в -ое ή с питого на -ое – ασυναρτησίες, άρες μάρες (κουκουνάρες)•это дело -ое – (απλ.) αυτό δεν είναι τίποτε, είναι, ασήμαντο. -
4 тары-бары
тары да бар, тары-бары тары-бары растабары άκλ. πλθ. (απλ.)μπούρδες, παπαρδέλες, αρλούμπες, άρες–νάρες–κουκουνάρες.
См. также в других словарях:
άρες μάρες — φρ. «άρες μάρες κουκουνάρες ή κουταμάρες» ανοησίες (βλ. λ. αρά) … Dictionary of Greek
Ἄρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἆρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἆρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦρες — Ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… … Dictionary of Greek
Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα … Wikipedia