-
1 Adrastus
Ἄδραστος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Adrastus
-
2 Confer
v. trans.A foolish favour did Adrastus confer on you: V. ἀμαθεῖς Ἄδραστος χάριτας ἔς σʼ ἀνήψατο (Eur. Phoen. 569).Confer ( with), have conference ( with): P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συμμιγνύναι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.), (cf. Ar. Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).I would confer with him touching my own and state affairs: V. οἰκεῖα καὶ κοινὰ χθονὸς θέλω πρὸς αὐτὸν συμβαλεῖν βουλεύματα (Eur. Phoen. 692).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Confer
См. также в других словарях:
Ἄδραστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδραστος — not running away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
ἄδραστον — ἄδραστος not running away masc/fem acc sg ἄδραστος not running away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδρηστον — ἄδραστος not running away masc/fem acc sg (ionic) ἄδραστος not running away neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДРАСТ — • Άδραστος, Adrastus, 1. царь аргосский, сын Талая и Лисимахи, внук Бианта из эолического рода Амифаона. Изгнанный из Аргоса Амфиараем, бежал к своему деду Полибу в Сикион, где и сделался царем. Hdt. 5, 67. Find. пет. 9, 14.… … Реальный словарь классических древностей
Ἀδράστοιο — Ἄδραστος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδράστοιο — ἄδραστος not running away masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδράστου — Ἄδραστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδράστου — ἄδραστος not running away masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδράστους — Ἄδραστος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)