-
1 Αδμητος
-
2 Ἄδμητος
-
3 άδμητος
-
4 ἄδμητος
-
5 αδμητος
3(только f)1) неприрученный, неукрощенный(βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.)
2) девственная, незамужняя(παρθένος HH., Aesch.; Ἄρτεμις Soph.)
-
6 Αδμητος
ὅ Адмет1) царь Фер Фессалийских, участник Калидонской охоты, муж Алкестиды Hom., Eur., Plat.2) царь молоссов, у которого нашел убежище Фемистокл Thuc. -
7 αδμήτος
-
8 ἀδμῆτος
-
9 Ἄδμητος
Ἄδμητος: husband of Alcestis, and father of Eumēlus, Il. 2.713 f., Il. 23.289, 391, 532.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἄδμητος
-
10 Ἄδμητος
-
11 ἄδμητος
A unbroken,βοῦν ἦνιν.. ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293
, Od.3.383;ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266
; ἡμίονον ib. 655.2 unwedded, of maidens,παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82
, cf. 133, A.Supp. 149; of Artemis,τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El. 1239
(lyr.); of Atalanta,τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC 1321
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄδμητος
-
12 ἄδμητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄδμητος
-
13 ἄδμητος
ἄ-δμητος, dass., unvermählt -
14 άδμηθ'
ἄδμητα, ἄδμητοςunbroken: neut nom /voc /acc plἄδμητε, ἄδμητοςunbroken: masc voc sgἄδμηται, ἄδμητοςunbroken: fem nom /voc pl -
15 ἄδμηθ'
ἄδμητα, ἄδμητοςunbroken: neut nom /voc /acc plἄδμητε, ἄδμητοςunbroken: masc voc sgἄδμηται, ἄδμητοςunbroken: fem nom /voc pl -
16 άδμητ'
ἄδμητα, ἄδμητοςunbroken: neut nom /voc /acc plἄδμητε, ἄδμητοςunbroken: masc voc sgἄδμηται, ἄδμητοςunbroken: fem nom /voc pl -
17 ἄδμητ'
ἄδμητα, ἄδμητοςunbroken: neut nom /voc /acc plἄδμητε, ἄδμητοςunbroken: masc voc sgἄδμηται, ἄδμητοςunbroken: fem nom /voc pl -
18 Αδματος
-
19 άδμητον
-
20 ἄδμητον
См. также в других словарях:
Ἄδμητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδμητος — unbroken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
Άδμητος — ο μυθολογικός βασιλιάς των Φερών της Θεσσαλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδμῆτος — ἀδμής unwedded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Admeto de Epiro — Ἄδμητος Admeto Rey de Epiro Temístocles pide protección en casa de Admeto. Obra de Pierre Joseph François, 1832. Reinado primera mitad del siglo V a. C … Wikipedia Español
ἄδμητον — ἄδμητος unbroken masc acc sg ἄδμητος unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДМЕТ — Άδμητος, Admetus, 1. царь города Фер в Фессалии, сын Ферета (Φερης), отца сражавшегося под Троей Евмела, участник калидонской охоты и похода аргонавтов. Он был любимцем Аполлона, который некоторое время служил у него… … Реальный словарь классических древностей
ἀδμήτη — ἄδμητος unbroken fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδμήτην — ἄδμητος unbroken fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδμήτης — ἄδμητος unbroken fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)