-
1 непостоянный
непостоянный ασταθής, άστατος· \непостоянныйая погода о άστατος καιρός* * *ασταθής, άστατοςнепостоя́нная пого́да — ο άστατος καιρός
-
2 непостоянный
непостоян||ныйприл ἀσταθής, ἀστατος, ἀβέβαιος, εὐμετάβολος:\непостоянный характер ὁ ἀστατος (или ἀσταθής) χαρακτήρας· \непостоянныйная погода ὁ εὐμετάβολος (или ἀστατος) καιρός. -
3 неустоичивый
неустои́чив||ыйприл1. ἀστατος, ἀσταθής, εὐμετάβολος:\неустоичивыйое равновесие фаз. ἡ ἀσταθής ισορροπία·2. перен ἀσταθής, ἄστατος, ἀβέβαιος, ἐπιπόλαιος / εὐμετάβολος (изменчивый):\неустоичивыйая погода ὁ ἄστατος καιρός. -
4 неустойчивый
-
5 переменчивостьый
переменчивость||ыйприл μεταβλητός, εὐμετάβλητος, ἀστατος:\переменчивостьыйая погода ὁ ἀστατος καιρός, перемерзать несов, перемерзнуть сов1. παγώνω:2. разг (сильно озябнуть) παγώνω, ξεπαγιάζω:я перемерз в дороге ξεπάγιασα στόν δρόμο. -
6 шаткий
шатк||ийприл1. κλονισμένος, ἀσταθής, ἄστατος, σειόμενος/ κλονιζόμενος (о походке):\шаткийая лестница ἡ ἀσταθής σκάλα·2. перен (непостоянный) εὐμετάβλητος, ἄστατος, ἀσταθής/ ἐπισφαλής (о здоровье, положении):\шаткийая позиция ἡ ἀσταθής θέση· ◊ ни шатко ни валко ἔτσι κ' ἔτσι. -
7 изменчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оευμετάβλητος, ευμετάβολος ασταθής, άστατος, ακατάστατος•-ая погода άστατος καιρός•
изменчивый характер ασταθής χαρακτήρας•
-ое кастроние ευμετάβλητη διάθεση.
-
8 капризный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноκαπριτσόζικος, ιδιότροπος, πεισματάρικος•ребёнок καπριτσόζικο παιδάκι•
-ая женщина καπριτσδζα γυναίκα•
капризный характер ιδιότροπος χαρακτήρας.
|| άστατος• ευμετάβλητος•-ая погода άστατος καιρός.
|| επιτηδευμένος• αλλόκοτος. -
9 непостоянный
επ., βρ: -янен, -янна, -янно1. ασταθής, άστατος ευμετάβλητος• ρευστός•-характер ασταθής χαρακτήρας•
-ая погода άστατος καιρός.
2. παλίμβουλος, παλίντροπος, αψίκορος, ευμετάβολος. -
10 неустойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ασταθής• αστέριωτος μη στερεός•неустойчивый стул μη στέριο κάθισμα.
|| ταλαντευόμενος•-ая походка μη σταθερό βάδισμα.
2. μτφ. άστατος, αβέβαιος, ευμετάβλητος•-ая погода άστατος καιρός.
|| αδύνατος.εκφρ.- ое равновесие – ασταθής ισορροπία. -
11 изменчивость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изменчивость
-
12 непостоянство
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непостоянство
-
13 неустойчивый
ασταθήςάστατος, ανισόρροποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неустойчивый
-
14 переменчивый
μεταβλητός, ευμετάβλητος, άστατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переменчивый
-
15 валкий
валк||ийприл ἀσταθής, ἀστατος/ κλυ-δωνιζόμενος (о корабле); ◊ ни шатко ни \валкийо погов. ὁβτε καλά οὔτε κακά, μέτρια, ἔτσι κ'ετσι. -
16 ветреный
ветрен||ыйприл1. ἀνεμώδης, μέ ἀέρα:сегодня \ветреныйая погода σήμερα φυσά ἀέρας·2. перен (о человеке) ἐπιπόλαιος, ἄστατος, ἐλαφρόμυαλος. -
17 зыбкий
зыбкийприл1. ἀσταθής, ἄστατος, ἀκροσφαλής·2. перен ὁ ταλαντευόμενος. -
18 зыбучий
зыбу́ч||ийприл ἀστατος:\зыбучийие пески ἡ κινούμενη ἀμμουδιά, ἡ σύρτις: -
19 изменчивостьый
изменчивость||ыйприл εὐμετάβλητος, εὐμετάβολας (непостоянный) I ἀσταθής, ἄστατος (о погоде). -
20 неверный
неверн||ыйприл1. (ошибочный, неправильный) ἀνακριβής, ἐσφαλμένος, λαθεμένος·2. (вероломный) ἄπιστος, κακόπιστος, δόλιος·3. (нетвердый) ἄστατος:\неверныйая походка τό ἀσταθές βάδισμά \неверныйая рука τό ἀσταθές χέρι· ◊ Фома \неверныйый ὁ ἄπιστος Θωμάς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄστατος — never standing still masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστατος — η, ο (AM ἄστατος, ον) [ίστημι] 1. αυτός που διαρκώς κινείται 2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («ἄστατος καιρός, χαρακτήρας τύχη», «τὸ τῆς τύχης ἄστατον») αρχ. 1. ο ασαφής («ἄστατος θεωρία») 2. εκείνος που εμποδίζει κάποιον να σταθεί όρθιος… … Dictionary of Greek
άστατος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι σταθερός, αυτός που εύκολα αλλάζει: Ο καιρός το φετινό καλοκαίρι ήταν άστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄστατον — ἄστατος never standing still masc/fem acc sg ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτου — ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτῳ — ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστατα — ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστατε — ἄστατος never standing still masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek
συναστατώ — έω, Μ είμαι άστατος ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀστατῶ «δεν είμαι σταθερός, κινούμαι συνεχώς» (< ἄστατος)] … Dictionary of Greek