Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἄρχων

  • 1 принципиальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    της αρχής, των αρχών•

    принципиальный вопрос ζήτημα αρχής•

    -ые противоречил αντιθέσεις αρχών•

    -ая политика πολιτική αρχών•

    принципиальный человек άνθρωπος με αρχές.

    Большой русско-греческий словарь > принципиальный

  • 2 беспринципность

    беспринци́пн||ость
    ж ἡ ἔλλειψη [-ις] ἀρχῶν. ἡ ἀσυνειδησία.

    Русско-новогреческий словарь > беспринципность

  • 3 господствующий

    господст||вующий
    1. прич. от господствовать·
    2. прил ὁ κυρίαρχων, ὁ ἄρχων/ ὁ ἐπικρατῶν (преобладающий):
    \господствующийвующее мнение ἡ ἐπικρατούσα γνώμη· \господствующийвующие классы οἱ ἀρχουσες τάξεις.

    Русско-новогреческий словарь > господствующий

  • 4 попрание

    попрание
    с книжн. ἡ παραβίαση:
    \попрание основ демократии ἡ παραβίαση (καταπάτηση) τῶν δημοκρατικών ἀρχῶν.

    Русско-новогреческий словарь > попрание

  • 5 правящий

    правящи||й
    1. прич. от править·
    2. прил ἄρχων, Ιθύνων, διέπων, διευθύνων, διοικών:
    \правящий класс ἡ κυρίαρχη τάξη, ἡ ἀρχουσα τάξη· \правящийе круги οἱ Ιθύνοντες κύκλοι.

    Русско-новогреческий словарь > правящий

  • 6 принцип

    принцип
    м ἡ ἀρχή:
    в \принципе κατ' ἀρχήν в \принципе я согласен κατ' ἀρχήν εἶμαι σύμφωνος· из \принципа γιά λόγους ἀρχῶν.

    Русско-новогреческий словарь > принцип

  • 7 беспринципность

    [μπισπριντσύπνασι'] ουσ. θ. έλλειψη αρχών

    Русско-греческий новый словарь > беспринципность

  • 8 беспринципность

    [μπισπριντσύπνασι'] ουσ θ έλλειψη αρχών

    Русско-эллинский словарь > беспринципность

  • 9 беспринципность

    θ.
    η μη ύπαρξη αρχών.

    Большой русско-греческий словарь > беспринципность

  • 10 господствующий

    επ. από μτχ.
    κυρίαρχων, επικραχών, άρχων•

    -ие классы οι άρχουσες τάξεις•

    -ее мнение η επικρατούσα γνώμη.

    || που δεσπόζει, δεσπόζων.

    Большой русско-греческий словарь > господствующий

  • 11 государь

    α.
    άναξ, άρχων, βασιλιάς. || παλ. αφέντης, κύριος.
    εκφρ.
    милостивый государь ή государь мойπαλ. μεγάθυμε, μεγαλόψυχε.

    Большой русско-греческий словарь > государь

  • 12 деспот

    α.
    δεσπότης, ανώτατος κυβερνήτης, ανώτατος άρχων. || δυνάστης, τύραννος.

    Большой русско-греческий словарь > деспот

  • 13 диктатор

    α.
    1. δικτάτορας.
    2. έκτακτος άρχων του ρωμαϊκού κράτους με απεριόριστη εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > диктатор

  • 14 договорный

    επ.
    συμβατικός, συνομολογημένος, συμφωνημένος•

    -ая цена συνομολογημένη (διομολογημένη) τιμή•

    на -ых началах επί συμβατικών αρχών•

    -ые обязательства συμβατικές υποχρεώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > договорный

  • 15 морализация

    θ.
    ηθικοποίηση, διδασκαλία ηθικών αρχών.

    Большой русско-греческий словарь > морализация

  • 16 правило

    ουδ.
    1. κανόνας•

    грамматические -а γραμματικοί κανόνες.

    2. κανονισμός•

    -а внутреннего распорядка κανονισμός εσωτερικής τάξης•

    -а уличного движения κανονισμός οδικής κυκλοφορίας•

    соблюдать -а τηρώ τους κανόνες•

    нарушать -а παραβιάζω τους κανόνες•

    нет -а без исключений δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαιρέσεις•

    -а религии θρησκευτικοί κανόνες•

    -а поведения κανόνες συμπεριφοράς.

    || γενική αρχή•

    человек строгих -ил άνθρωπος αυστηρών αρχών•

    я принял за правило το έβαλα σαν αρχή.

    εκφρ.
    как правило – ως συνήθως•
    по всем -ам – α) με όλους τους κανόνες (επιμελέστατα), β) όπως πρέπει ή συνηθίζεται.
    ουδ.
    παλ. όργανο ομάλυνσης. || παλ. κουπί μακρύ. || (κυνηγ.) η ουρά σκύλου ή αλεπούς.

    Большой русско-греческий словарь > правило

  • 17 правый

    επ.
    1. δεξιός•

    правый глаз το δεξιό μάτι•

    -ая рука το δεξιό χέρι•

    правый берег η δεξιά όχθη.

    2. μτφ. συντηρητικών πολιτικών αρχών•

    правый человек δεξιός άνθρωπος•

    -ая партия δεξιό κόμμα•

    правый уклон δεξιά παρέκκλιση.

    ουσ., πλθ. -ые οι δεξιοί.
    εκφρ.
    - ая рука – το δεξί χέρι (ο άμεσος βοηθός).
    επ., βρ: прав
    -а, -о
    επ. κ. ουσ.
    1. δίκαιος.
    2. αθώος. || σωστός, ορθός.

    Большой русско-греческий словарь > правый

  • 18 правящий

    επ. από μτχ.
    ιθύνων, άρχων, διοικών•

    -ие круги οι ιθύνοντες κύκλοι•

    -ая партия το κυβερνάν κόμμα•

    -ие классы οι άρχουσες τάξεις.

    Большой русско-греческий словарь > правящий

  • 19 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 20 суверенный

    επ., βρ: -рнен, -рнна, -о.
    1. κυρίαρχος• ανώτατος, υπέρτατος•

    суверенный народ ο κυρίαρχος λαός•

    суверенный правитель ο ανώτατος άρχων.

    2. κυριαρχικός•

    -ые права τα κυριαρχικά δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > суверенный

См. также в других словарях:

  • ἅρχων — ἄρχων , ἄρχω to be first pres part act masc nom sg ἄρχων , ἄρχων ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχων — ἄρχω to be first pres part act masc nom sg ἄρχων ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρχων — (3ος–2ος αι. π.Χ.).Ευγενής από την Αιγείρα. Έγινε τρεις φορές στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (187, 172, 170 π.Χ.). Κατηγορήθηκε για εχθρότητα προς τους Ρωμαίους, αλλά υποστηρίχτηκε από την Εκκλησία του Δήμου για τα πατριωτικά του φρονήματα. * …   Dictionary of Greek

  • ἀρχῶν — ἀρχή beginning fem gen pl ἀρχός leader masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχον — Ἄρχων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχους — Ἄρχων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»