Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ἄμωμος

  • 1 невинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -о.
    1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•

    -ые люди αθώοι άνθρωποι•

    -ая жертва αθώο θύμα•

    -ое страдание αναίτιο βάσανο•

    он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•

    его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.

    2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•

    невинный ребёнок αθώο παιδάκι•

    -ое создание αθώο πλάσμα.

    || ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•

    невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•

    невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•

    -ые игры αβλαβή παιγνίδια.

    3. αγνός•

    -ая девушка αγνό κορ ίτσι.

    Большой русско-греческий словарь > невинный

  • 2 неуязвимый

    επ., βρ: -вим, -а
    -ο.
    1. άτρωτος. || άφθαστος, άγγιχτος.
    2. άψογος, άμε-πτος, άμωμος.

    Большой русско-греческий словарь > неуязвимый

См. также в других словарях:

  • ἄμωμος — blameless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμωμος — η, ο (Α ἄμωμος, ον) [μῶμος] άμεμπτος, αψεγάδιαστος νεοελλ. άσπιλος, αγνός …   Dictionary of Greek

  • άμωμος — η, ο αγνός, άμεμπτος, άψογος: Από κάθε πλευρά ήταν άμωμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηδείς δ’ἄμωμος οὔδ’ ἀκήρατος. — См. Ни дерева без порока, ни коня без подтычки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀμώμως — ἄμωμος blameless adverbial ἄμωμος blameless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμώμους — ἄμωμος blameless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμωμε — ἄμωμος blameless masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμωμοι — ἄμωμος blameless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεράμωμος — ον, Μ [ἄμωμος] (για τον Χριστό ή για την Θεοτόκο) στον υπέρτατο βαθμό άμωμος, απόλυτα αγνός …   Dictionary of Greek

  • ἀμώμω — ἄμωμον Nepaul cardamom neut nom/voc/acc dual ἄμωμον Nepaul cardamom neut gen sg (doric aeolic) ἄμωμος blameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμωμος blameless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμωμον — Nepaul cardamom neut nom/voc/acc sg ἄμωμος blameless masc/fem acc sg ἄμωμος blameless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»