Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἄλλον

  • 1 mistake

    [mi'steik] 1. past tense - mistook; verb
    1) ((with for) to think that (one person or thing) is another: I mistook you for my brother in this bad light.) παίρνω(για άλλον)
    2) (to make an error about: They mistook the date, and arrived two days early.) κάνω λάθος,παρανοώ
    2. noun
    (a wrong act or judgement: a spelling mistake; It was a mistake to trust him; I took your umbrella by mistake - it looks like mine.) λάθος
    - mistakenly

    English-Greek dictionary > mistake

  • 2 pass the buck

    (to pass on responsibility (to someone else): Whenever he is blamed for anything, he tries to pass the buck.) φορτώνω την ευθύνη σε άλλον

    English-Greek dictionary > pass the buck

  • 3 Substitute

    v. trans.
    Change: P. and V. μεταλλάσσειν, διαλλάσσειν, ἀνταλλάσσειν, μείβειν (Plat. but rare P.).
    Choose instead: P. and V. ἀνθαιρεῖσθαι.
    Introduce instead: P. ἀντεισάγειν.
    Give in exchange: P. and V. ἀντιδιδόναι (Eur., I. T. 28).
    Substitute a child ( by fraud): P. and V. ποβάλλεσθαι.
    ——————
    subs.
    Use V. adj. ἀντίσταθμος (Soph., El. 571).
    Successor: use P. and V. adj., διδοχος.
    Changeling: V. διάλλαγμα, τό, or use P. adj. ὑποβολιμαῖος.
    The multitude is but a sorry kind of substitute for a true friend: V. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου (Eur., Or. 1156).
    The goddesses promised me that Admetus should escape immediate death, if he found a substitute to die for him and satisfy the nether powers: V. ᾔνεσαν δέ μοι θεαὶ Ἄδμητον ᾍδην τὸν παραυτίκʼ ἐκφυγεῖν ἄλλον διαλλάξαντα τοῖς κάτω νεκρόν (Eur., Alc. 12).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Substitute

См. также в других словарях:

  • ἄλλον — ἄλλος y masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • εξωγήινος — η, ο 1. κυριολεκτικά, αυτός που δεν βρίσκεται, δεν υπάρχει ή δεν ανήκει στη γη 2. στη σφαίρα τής επιστημονικής φαντασίας, αυτός που ζει σε άλλον κόσμο εκτός τής γης, αυτός που ζει στο διάστημα ή σε άλλον πλανήτη ή και που προέρχεται από άλλον… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… …   Православная энциклопедия

  • αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον …   Dictionary of Greek

  • εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • ομοιόμορφος — η, ο (Α ὁμοιόμορφος, ον) αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον νεοελλ. 1. (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του πλέγμα και στις κρυσταλλικές του μορφές 2. βιολ. (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»