-
1 ἄκανθαι
αἱ ἄκανθαι терн(ие), терновник -
2 ἄκανθαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄκανθαι
-
3 ακανθα
ἥ1) шип, колючка(βάτων Theocr.; ῥόδων Luc.)
σκινδαλάμους καὴ ἀκάνθας ἐκλέγειν погов. Luc. — выбирать сучки и шипы, т.е. придираться к мелким недочетам2) терн, терновник Hom.3) аканта (предполож. разновидность акации Mimosa Nilotica) Her.4) спинной хребет, позвоночник Her., Arph., Arst., Theocr.διπλῆ ἀ. Eur. — согбенная спина;
ἄ. ἰχθύος Plut. — рыбьи кости5) щетина, иглы(χοίρου Anth.)
6) шутл. седой волос -
4 διαστιλβω
1) светиться, блестеть(πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ χρυσίον διαστίλβει Plut.)
2) просвечивать, виднеться -
5 καταχεω
(fut. κατεχεῶ, aor. κατέχεα - эп. κατέχευα; aor. pass. κατεχύθην), Hes. καταχεύομαι (только praes.) часто in tmesi1) выливать, разливать, поливать(ὕδωρ и ἔλαιόν τινι Hom. - тж. in tmesi; αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Her.; γάλα κατὰ τοῦ προσώπου Plut.; μύρον ἐπὴ τέν κεφαλήν и κατὰ τῇς κεφαλῆς τινος NT.)
ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Hom. — Нот окутал горные вершины туманом;βλέφορα δάκρυσι καταχυθέντα Eur. — вежды, омоченные слезами2) лить, струить(αἱματοέσσας ψιάδας ἔραζε Hom.)
; med.-pass. литься вниз, стекать(εἰς ὕδωρ Arst.)
, перен. стекаться(εἰς μίαν οὐσίαν Plut.)
3) сыпать в изобилии(νιφάδας ἐπὴ χθονί, χιόνα Hom.)
αἱ ἄκανθαι κατακεχύαται Her. — наваленные во множестве остовы (змей)4) перен. изливать, осыпать, обрушивать(χάριν τινί, πλοῦτόν τινι, ὀνείδεα κεφαλῇ τινος Hom.; βλασφημίαν τῶν ἱερῶν Plat.)
ὕπνον κ. Hom. — наводить сон, усыплять5) сбрасывать, опрокидывать(τεῖχος εἰς ἅλα Hom.)
6) бросать, валить, кидать(θύσθλα χαμαί, ἡνία ἔραζε, ὅπλα εἰς ἄντλον Hom.)
7) тж. med. лить, расплавлять, переливать(χρυσὸν ἐς πίθους Her.)
8) опускать(πέπλον ἐπ΄ οὔδει Hom.)
; pass. опускаться(κάτω Arst.)
9) распространять, распускать(δόξαν ἀνθρώπων Plat.)
-
6 ξυμφυω
(aor. συνέφυσα; для неперех. значений - med. с aor. 2 συνέφυν и pf. συμπέφῡκα)1) сращивать, соединять(τινὰς εἰς τὸ αὐτό Plat.; τὰ ὁμογενῆ καὴ μέ ὁμογενῆ Arst.)
2) сращиваться, соединяться(εἰς ἕν Plat.; πρός τι Plut.; συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι NT.)
ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. — срастись друг с другом3) быть однородным, родственным(τινί Arst.)
4) сближаться, сживатьсяδεῖ συμφῦναι, τούτῳ δὲ χρόνου δεῖ Arst. — (с этими мыслями) нужно сжиться, а для этого требуется время
5) льнуть, припадать, цепляться(τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις Plut.)
-
7 συμφυω
(aor. συνέφυσα; для неперех. значений - med. с aor. 2 συνέφυν и pf. συμπέφῡκα)1) сращивать, соединять(τινὰς εἰς τὸ αὐτό Plat.; τὰ ὁμογενῆ καὴ μέ ὁμογενῆ Arst.)
2) сращиваться, соединяться(εἰς ἕν Plat.; πρός τι Plut.; συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι NT.)
ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. — срастись друг с другом3) быть однородным, родственным(τινί Arst.)
4) сближаться, сживатьсяδεῖ συμφῦναι, τούτῳ δὲ χρόνου δεῖ Arst. — (с этими мыслями) нужно сжиться, а для этого требуется время
5) льнуть, припадать, цепляться(τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις Plut.)
-
8 τραχυς
1) шероховатый, шершавый(λίθος Hom.; σῶμα Xen.)
2) колючий, острый(ἄκανθαι Plut.)
3) жесткий(χαλινός Xen.)
4) обрывистый(ἀκτή Hom.)
5) скалистый, каменистый, неровный(Ἰθάκη Hom.; γῆ Her.; ὁδός Plat.)
6) косматый, обросший шерстью(Πάν Plat.)
7) грубый, низкий(φωνή Plat.)
τῇ φωνῇ τ. Xen. — с грубым голосом8) жестокий(ὑσμίνη Hes.)
9) мучительный, тяжелый(νοσήματα Plat.)
10) бурливый, бурный(ποταμός Xen.)
11) душный, удушливый(ἀήρ Plut.)
12) суровый, строгий(δικαστής Aesch.; νόμοι Plat.)
13) неистовый, необузданный(ὀργή Eur.)
14) бедственный, тяжелый15) неотделанный, неуклюжий(στίχος Plut.)
См. также в других словарях:
ἀκάνθαι — ἀκάνθᾱͅ , ἄκανθα thorn fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκανθαι — ἄκανθα thorn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
POLIENTES — apud Plin. l. 8. c. 48. Lanae et per se coactae vestem faciunt. et si addatur acetum, etiam ferro resistunt: imo vero etiam ignibus. Novissimô sui purgamentô, quippe ahenis polientium extractae in usum tomenti ventiunt: Sunt ὁι Κναφεῖς, Fullones … Hofmann J. Lexicon universale
αποπνίγω — (AM ἀποπνίγω) πνίγω, στραγγαλίζω αρχ. 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή 2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία 3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) … Dictionary of Greek
επιπνίγω — ἐπιπνίγω (Α) πνίγω, στραγγαλίζω («αἱ ἄκανθαι ἐπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… … Dictionary of Greek
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek
συμπαραφύομαι — Α 1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»] … Dictionary of Greek
συμπνίγω — ΜΑ [πνίγω] 1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια 2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ) 3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
ἄκανθ' — ἄκανθα , ἄκανθα thorn fem nom/voc sg ἄκανθαι , ἄκανθα thorn fem nom/voc pl ἄκανθε , ἄκανθος bearsfoot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)