-
1 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής.
См. также в других словарях:
ἄδηλος — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
άδηλος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι φανερός, αβέβαιος: Η έκβαση ενός πολέμου είναι άδηλη. 2. «άδηλη διαπνοή», η αναπνοή από τους πόρους του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδηλότερον — ἄδηλος unseen adverbial comp ἄδηλος unseen masc acc comp sg ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλοτέρων — ἄδηλος unseen fem gen comp pl ἄδηλος unseen masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλότατα — ἄδηλος unseen adverbial superl ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλότατον — ἄδηλος unseen masc acc superl sg ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήλω — ἄδηλος unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδηλος unseen masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱δήλω , ἀδηλόω render invisible imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδηλόω render invisible pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδηλόω render… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήλως — ἄδηλος unseen adverbial ἄδηλος unseen masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δήλως , ἀδηλόω render invisible imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδηλόω render invisible imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδηλον — ἄδηλος unseen masc/fem acc sg ἄδηλος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλοτάταις — ἄδηλος unseen fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)