Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄγω

  • 1 пропускать

    1. (давать пройти, проникать сквозь себя) διαπερνώ 2. (проводить, напр. ток) μεταδίδω, άγω 3. (не замечать, упускать) παραλείπω 4. (воду, воздух) διαρ-ρέ/ω
    прокладка на коллекторе - ет воздух αέρας - ει από το παρέμβυσμα στο συλλέκτη
    5. (канат через блок) περνώ (το σκοινί στην τροχαλία) 6. (закладывая, засыпая во что-л., подвергать обработке) επεξεργάζομαι 7. (подвергать рассмотрению кем-л.) εξετάζω, ελέγχω, περνώ, υποβάλλω выдавать дорогу кому-, чему-л.) αφήνω, επιτρέπω, αναμερώ, αναμερίζω 9. (делать пропуск, пробел) αφήνω κενό/διάκενο 10. (не являться куда-л.) απουσιάζω, είμαι απών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропускать

  • 2 вести

    вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω
    2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνω

    вести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση

    3) ( направлять) οδηγώ

    вести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο

    вести́ мяч — φέρω την μπάλα

    4) ( осуществлять) διευθύνω

    вести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι

    вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι

    вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω

    5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ

    куда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος

    ••

    вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > вести

  • 3 водить

    водить
    несов
    1. ὁδηγώ, ἄγω, φέρω:
    \водить слепого ὀδηγώ (или. συνοδεύω) τόν τυφλό· \водить детей гулять συνοδεύω τά παιδιά στον περίπατο, πηγαίνω τά παιδιά περίπατο·
    2. (управлять поездом, трамваем и т. п.) ὀδηγώ:
    \водить машину ὀδηγώ αὐτοκίνητο·
    3. (по поверхности) σύρω, σέρνω:
    \водить смычком σέρνω τό δοξάρι, τραβώ δοξαριά· ◊ \водить глазами περιφέρω τό βλέμμα μου· \водить за нос разг σέρνω (τραβώ) ἀπό τή μύτη· \водить дружбу ἔχω φιλία.

    Русско-новогреческий словарь > водить

  • 4 гонка

    го́нк||а
    ж
    1. (спешка) ἡ βιασύνη, ἡ φούρια·
    2. \гонкаи тк. мн. спорт. οἱ ἀγῶ-νες, οἱ κούρσες:
    автомобильные \гонкаи οἱ αὐτοκινητοδρομίες· па́русные \гонкаи ἡ ἰστιοδρομία, οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· велосипедные \гонкаи οἱ ποδηλατοδρομίες, οἱ ποδηλατικοί ἀγώνες· ◊ \гонка вооружений τό κυνήγι, τῶν ἐξοπλισμών.

    Русско-новогреческий словарь > гонка

  • 5 доводить

    доводить
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·
    2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:
    \доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·
    3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:
    \доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·
    4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:
    \доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > доводить

  • 6 пригонять

    пригонять
    несов
    1. φέρω, ὁδηγώ, ἄγω·
    2. (прилаживать) προσαρμόζω, ἐφαρμόζω.

    Русско-новогреческий словарь > пригонять

  • 7 enter into

    1) (to take part in: He entered into an agreement with the film director.) συνάπτω(συμφωνία)
    2) (to take part enthusiastically in: They entered into the Christmas spirit.) μετέχω
    3) (to begin to discuss: We cannot enter into the question of salaries yet.) άγω,υπεισέρχομαι
    4) (to be a part of: The price did not enter into the discussion.) μπαίνω,περιλαμβάνω

    English-Greek dictionary > enter into

  • 8 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 9 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

См. также в других словарях:

  • άγω — βλ. πίν. 135 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: άγω, άγομαι : κυρίως σε στερεότυπες εκφρ., όπως άγεται και φέρεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁγώ — ἀγώ , ἀγός leader masc nom/voc/acc dual ἐγώ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ἄγω — ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — άγομαι (συνήθως σύνθετο: εξάγω, εισάγω, παράγω, προάγω κτλ.), φέρνω, οδηγώ: Αυτός άγεται και φέρεται από τη μητέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγώ(γ)ι — το 1. το φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή: Αυτό, εκείνη την ημέρα, ήταν το δεύτερο αγώι που έκανε. 2. αμοιβή για τη μεταφορά, τα αγωγιάτικα: Zήτησε μεγάλο αγώι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγῶ — ἀ̱γῶ , ἄγνυμι break aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀ̱γῶ , ἀγάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres imperat mp 2nd sg ἀγάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῷ — ἀγάω pres opt act 3rd sg ἀγάζω exalt overmuch fut opt act 3rd sg ἀγός leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώ — ἀγός leader masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἄγω — ἄγω , ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω , ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω , ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»