Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄγχιστος

  • 1 Near

    adj.
    P. ὅμορος, P. and V. πρόσχωρος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, γείτων (rare P. as adj.), πραυλος, or use adv.; see also Neighbouring.
    Close, even: P. and V. σόρροπος, P. ἀντίπαλος.
    Short as a near way: P. and V. σύντομος.
    Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.
    Near relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see under near, adv.
    Nearest ( of relationship): V. ἄγχιστος.
    One's nearest and dearest: P. and V. τὰ φίλτατα.
    Near sighted: see under Short.
    ——————
    adv.
    P. and V. ἐγγύς, πλησίον, πέλας (rare P.), ὁμοῦ (rare P.), Ar. and V. ἆσσον, V. ἀγχοῦ (Soph., frag.), ἐγγύθεν.
    From near at hand: P. and V. ἐγγύθεν.
    Almost: see Nearly.
    It is impossible for the city to exact an adequate retribution or anywhere near it: P. οὐκ ἔνι τῇ πόλει δίκην ἀξίαν λαβεῖν οὐδʼ ἐγγύς (Dem. 229).
    Near akin to: V. ἀγχισπόρος (gen.) (Æsch., frag.).
    By relationship each was nearer to each than I: P. γένει ἕκαστος ἑκάστῳ μᾶλλον οἰκεῖος ἦν ἐμοῦ (Dem. 321).
    ——————
    prep.
    P. and V. ἐγγύς (gen. or dat.), ὁμοῦ (dat.) (rare P.), πρός (dat.), ἐπ (dat.), V. πέλας (gen.), πλησίον (gen.), ἄγχι (gen.), Ar. and V. ἆσσον (gen.).
    Stand near, v.:P. and V. παρίστασθαι (dat. or absol.), ἐφίστασθαι (dat., or ἐπ dat., or absol.), προσίστασθαι (dat. or absol.).
    Be near: P. and V. πλησιάζειν (absol., or with dat.).
    Bring near: V. χρίμπτειν (τί τινι).
    Dwelling near the city, adj.: V. ἀγχίπτολις.
    Near ( in relationship): P. and V. ἐγγύς (gen.).
    Round about: P. and V. περ (acc.), V. ἀμφ (acc.) (rare P.).
    ——————
    v. trans.
    Approach: P. and V. προσέρχεσθαι (πρός, acc., V. also dat. alone), P. προσχωρεῖν (dat.), V. πελάζειν (or pass.) (dat.) (also Xen. but rare P.), πλησιάζεσθαι (dat.), ἐμπελάζειν (or pass.), (gen. or dat.), ἐγχρίμπτειν (dat.), χρίμπτεσθαι (dat.), Ar. and V. προσέρπειν; see Approach.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Near

См. также в других словарях:

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

  • ἄγχιστος — nearest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχιστον — ἄγχιστος nearest masc/fem acc sg ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχιστα — ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • ἄγχιστ' — ἄγχιστα , ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl ἄγχιστε , ἄγχιστος nearest masc/fem voc sg ἄ̱γχιστο , ἀγχίζω plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱γχισται , ἀγχίζω perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • -ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστίνος — ἀγχιστῑνος, η, ον (Α) [ἄγχιστος] πυκνός, κατά σωρούς, ο ένας πάνω στον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεύς — ἀγχιστεύς ( έως), ο (Α) [ἄγχιστος] συνήθως στον πληθ. οἱ ἀγχιστεῑς 1. οι εξ αίματος πλησιέστατοι συγγενείς 2. παραπλήσιοι, συγγενικοί 3. νόμιμοι κληρονόμοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»