-
1 согласные
(звуки) лингв. мн. τα σύμφωναбилабиальные - см. губно -губ-ные -губно-зубные - см. лабио -дентальные -взрывные - κλειστά - (б п д, т, г, к)дрожащие - το υγρό σύμφωνο «ρ», τα αλλό-φωνά του και οι διάφορες αποχρώσεις τουлабиальные - см. губные -носовые - ένρινα/έρρινα -, ρινικά -свистящие - (сибилянты) συριστικά - (с και з) смычно-взрывные см. взрывные -смычно-про-ходные - τα σύμφωνα м н л смычно-ще-левые - (аффрикаты) προστιβόμενα - (ц ч)смычные - см. взрывные -сонорные - ημίφωνα -, τα σύμφωνα ρл м, н, й твёрдые - σκληρά -фрикативные - см. щелевые -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласные
-
2 звать
зватьнесов1. (позвать) καλώ, φωνά· ζω:\звать на помощь καλώ (или φωνάζω) σέ βοήθεια·2. (приглашать) προσκαλώ·3. (называть):\звать по и́мени φωνάζω μέ ὀνομα· как вас зову́т? πῶς σας λενε; πῶς ὁνομάζεστε; -
3 тихий
тих||ийприл1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:\тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:\тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):\тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:\тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·5. (медленный) ἀργός, βραδύς:\тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι. -
4 согласно
[σαγκλάσνα] εκίρ. ομό φωνα -
5 согласно
[σαγκλάσνα] επίρ ομό φωνα -
6 кликушеский
επ.της φωνακλούς, της φωνα-σκούσας•-ие припадки ωρυγή (ούρλιασμα) υστερικής γυναίκας.
-
7 телефонизировать
См. также в других словарях:
φωνά — φωνά̱ , φωνή sound fem nom/voc/acc dual φωνά̱ , φωνή sound fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναέντων — φωνᾱέντων , φωνήεις endowed with speech masc/neut gen pl (doric) φωνᾱέντων , φωνήεις endowed with speech neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάεντα — φωνά̱εντα , φωνήεις endowed with speech neut nom/voc/acc pl (doric) φωνά̱εντα , φωνήεις endowed with speech masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾶι — φωνᾷ , φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάεντι — φωνά̱εντι , φωνήεις endowed with speech masc/neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάεσσα — φωνά̱εσσα , φωνήεις endowed with speech fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάεσσαν — φωνά̱εσσαν , φωνήεις endowed with speech fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάν — φωνά̱ν , φωνή sound fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνάς — φωνά̱ς , φωνή sound fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώνασε — φώνᾱσε , φωνέω produce a sound aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)