-
1 вино
вино с το κρασί, ο οίνος* белое \вино το άσπρο κρασί· красное \вино το κόκκινο κρασί' столовое \вино το επιτραπέζιο κρασί десертное \вино το γλυκό κρασί* * *сτο κρασί, ο οίνοςбе́лое вино́ — το άσπρο κρασί
кра́сное вино́ — το κόκκινο κρασί
столо́вое вино́ — το επιτραπέζιο κρασί
десе́ртное вино́ — το γλυκό κρασί
-
2 вино
-а, πλθ. вина ουδ.κρασί, οίνος•молодое вино το καινούργιο κρασί•
старое вино παλιό κρασί•
красное вино το κοκκινέλι•
сладкое вино γλυκό κρασί•
пенистое ή играющее вино ο αφρώδης οίνος•
разбабленное вино νερομένο κρασί.
-
3 вино
ο οίνοςτο κρασίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вино
-
4 мускат
1. (мускатный орех) το μοσχο-κάρυδο 2. (сорт винограда) το μοσχο-στάφυλο 3 (десертное вино) το μοσχάτο, ο ανθοσμίας οίνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мускат
-
5 сидр
пищ. о μηλίτης οίνοςτο σίντρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сидр
-
6 шампанское
ο καμπανίτης (οίνος)разг. η σαμπάνια (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шампанское
-
7 вино
вино́с τό κρασί, ὁ οίνος:белое \вино τό ᾶσπρο κρασί· красное \вино τό κόκκινο (или τό μαύρο) κρασί, τό κοκκινέλι· десертное \вино τό γλυκό κρασἴ сухо́е \вино а) τό κρασί σέκ, б) τό μπρούσικο κρασί (о терпком вине)· столовое \вино τό ἐπιτραπέζιο κρασί· разбавленное \вино τό νερωμένο κρασί, τό νοθεμένο κρασί. -
8 виноградный
виноград||ныйприл1. (относящийся к лозе) κλημάτινος, κληματένιος:\виноградныйная лоза τό ἀμπελοκλάδι, ἡ κλημα-τσίδα, ἡ κληματόβεργα· \виноградныйные листья τά ἀμπελόφυλλα, τά κληματόφυλλα·2. (от-носящийся к ягодам) σταφυλενιος:\виноградныйный сок ὁ χυμός τοῦ σταφυλιοῦ· \виноградныйное су́сло ὁ μοῦστος, τό γλεῦκος· \виноградныйная кисть τό τσαμπί, ὁ βότρυς· \виноградныйное виио τό κρασί, ὁ οίνος· \виноградныйный у́ксус τό σταφυλόξυδο. -
9 мускат
мускатм1. (орех) τό μοσχοκάρυδο, τό μοσχοκάρυον2. (сорт винограда) τό μοσχοστάφυλο[ν]·3. (вино) τό μοσχδτο, ὁ ἀνθοσμίας οίνος. -
10 сидр
сидрм ὁ μηλίτης (οίνος). -
11 игристый
επ., βρ: -ист, -а, -оαφρώδης•-ое вино αφρώδης οίνος.
-
12 искристый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. σπινθηροβόλος.2. αφρώδης•-ое вино αφρώδης οίνος.
3. μτφ. φαιδρός•искристый смех φαιδρό γέλιο•
-ая веслость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευθυμία.
-
13 сидр
-а α.μηλιτης οίνος. -
14 шипучий
-ая, -ееεπ.σφυριστικός• που σίζει•-ая змея φίδι, που σίζει.
|| αφρώδης-αεριούχος•-ее вино αφρώδης οίνος•
шипучий напиток αεριούχο ποτό.
-
15 Ale
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ale
-
16 Bad
adj.In bad health: see Ill.Wine that has gone bad: P. οἶνος ἐξεστηκώς (Dem.).Rotten: Ar. and P. σαπρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bad
-
17 Sour
adj.Unripe: Ar. and P. ὠμός (Xen.).Sour wine: Ar. τροπίας οἶνος, ὁ.Of temper: P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος, δυσχερής, P. αὐστηρός, Ar. and V. παλίγκοτος; see also Angry.Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.Sour temper: Ar. θυμὸς ὀξίνης, ὁ, θυμὸς ὀμφακίας, ὁ.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sour
-
18 Stimulant
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stimulant
-
19 Wine
subs.P. and V. οἶνος, ὁ, V. βάκχος, ὁ, βάκχιος, ὁ, μέθυ, τό.Wine cups: V. οἰνηρὰ τεύχη, τά.Foam of wine: V. οἰνωπὸς ἄχνη, ἡ.Drunk with wine: use V. οἰνωθείς, ᾠνωμένος, κάτοινος; see Drunk.Flushed with wine, adj.: V. οἰνωπός.Rich in wine: P. πολύοινος.Rich in grapes: V. εὔβοτρυς, πολύβοτρυςAbstaining from wine: P. and V. ἄοινος (Plat.).Abstain from wine, v.: P. and V. νήφειν.Peace offerings without wine: V. νηφάλια μειλίγματα (Æsch., Eum. 107).Make wine from sharp unripe grapes: V. τεύχειν ἀπʼ ὄμφακος πικρᾶς οἶνον (Æsch., Ag. 970).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wine
-
20 Wrestle
v. intrans.P. and V. παλαίειν.Wrestle with: P. προσπαλαίειν (dat.); see contend with.Strong is wine and hard to wrestle with: V. δεινὸς γὰρ οἶνος καὶ παλαίεσθαι βαρύς (Eur., Cycl. 678).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wrestle
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Οἶνος ἦν ἀληθής. — οἶνος ἦν ἀληθής. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. — οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. — οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οινός — οἰνός, ὁ (Α) [οίνη (II)] η οίνη* (II) … Dictionary of Greek
οἶνος — the ace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οίνος — ο οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από το χυμό του σταφυλιού, αλλ. κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οἶνε — οἶνος the ace masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶνοι — οἶνος the ace masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)