Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἄ-βαλε

  • 1 еще

    еще
    нареч в разн. знач. ἀκόμα, ἀκό-μη:
    налей мне \еще стакан чаю βάλε μου ἀκόμα ἕνα ποτήρι τσάΓ он стал \еще выше ψήλωσε κι· ἄλλο, ἔγινε ἀκόμα πιό ψηλός \еще раз ἄλλη μιά φορά, ἀκόμα μιά φορά· \еще и \еще ἀκόμα παραπάνω, δσα θές·\еще нет ὄχι ἀκόμα· я \еще не устал ἀκόμα δέν κουράστηκα· все \еще ἀκόμα, ὡς τώρα, μέχρι στιγμής· э́то было \еще летом αὐτό συνέβη τό καλοκαίρι ἀκόμα· \еще и сеи́час καί τώρα ἀκόμα· ◊ \еще бы! βέβαια!, ἀσφαλώς!· вот \ещеΙ νἄτα μας!, ὀρίστε μας!, αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > еще

  • 2 подбросить

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•

    подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.

    || (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•

    подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.

    2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,
    3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•

    подбросить валета ρίχνω βαλέ.

    || στέλλω•

    подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..

    4. βάζω, ρίχνω κρυφά•

    подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.

    || αφήνω έκθετο, εκθέτω•

    подбросить младенца εκθέτω βρέφος.

    5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•

    -рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > подбросить

  • 3 подложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. υποθέτω, βάζω αποκάτω•

    подложить камень под колесо βάζω πέτρα κάτω από τον τροχό.

    || φοδράρω•

    -шлк под пальто βάζω μεταξωτή φόδρα στο πανωφόρι.

    2. βάζω συμπληρωματικά, ακόμα λίγο• προσθέτω•

    подложить дров в пчку βάζω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα•

    -жи ещё картошки βάλε ακόμα πατάτες.

    Большой русско-греческий словарь > подложить

  • 4 подымать

    -аю, -аешь κ. παλ. подъемлю, -млешь
    ρ.δ.
    βλ. подъять, поднять.
    εκφρ.
    подымай выше! – βάλε (λογάριασε•) παράπάνω!
    βλ. подъяться, подняться.

    Большой русско-греческий словарь > подымать

  • 5 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

См. также в других словарях:

  • Βαλέ — (γαλλ. Valais, γερμ. Wallis). Καντόνι (5.226 τ. χλμ., 276.200 κάτ. το 2000) της ΝΔ Ελβετίας, που συνορεύει Ν με την Ιταλία και ΝΔ με τη Γαλλία. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι καθολικοί στο θρήσκευμα, γαλλόφωνοι στο δυτικό τμήμα και γερμανόφωνοι… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέ Πουσέν, Σαρλ Ζαν Γκουστάβ Νικολά, βαρώνος — (Charles Jean Gustave Nicolas Baron de la Vallee Poussin, Λουβέν 1866 – Λουβέν 1962). Βέλγος μαθηματικός. Γιος καθηγητή γεωλογίας και μεταλλειολογίας στο πανεπιστήμιο της Λουβέν επί σαράντα χρόνια, ο Β.Π. ξεκίνησε σπουδές στο κολέγιο Ιησουϊτών… …   Dictionary of Greek

  • 'βαλε — ἔβαλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg ἔβᾱλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλέ — βᾱλέ , βηλός threshold masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλε — βάλλω throw aor imperat act 2nd sg βάλλω throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλ' — βάλε , βάλλω throw aor imperat act 2nd sg βάλε , βάλλω throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • LOTIUM — tingendis olim conchyliis admisceri solitum ex Plin. discimus. Est autem conchylium coloris genus multo pallidius dilutisque purpurâ; unde purpuram a conchylio, h. e. purpuream vestem a conchyliata, Plin. idem discernit l. 9. c. 35. Conchylia et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • Олимпиу, Деспина — Деспина Олимпиу Имя при рождении греч. Δέσποινα Ολυμπίου Дата рождения 17 октября 1975(1975 10 17 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»