-
1 фокус
фокус 1-а α.1. (φυσ.) εστία διάθλασης ή αντανάκλασες ακτινών. || απόσταση εστιακή.2. (ιατρ.) εστία φλεγμονής.3. μτφ. κέντρο συγκέντρωσης, συρροής.фокус 2-а α.1. ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία• κόλπο, τέχνασμα, τρυκ. || πονηριά, απάτη, κατεργαριά. || (για μηχανισμό) το μυστικό.2. καπρίτσα, ιδιοτροπίες, καμώματα, νάζια•брось свои -ы άσε (άφησε) τα καπρί-τσα σου στην μπάντα.
εκφρ.в том-то и фокус – εδώ είναι ο κόμπος ή τα κουμπιά της Αλέξαι-νας (για δυσχέρειες).
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языки- С греческого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий