Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἁλέξαι

  • 1 фокус

    α.
    1. (φυσ.) εστία διάθλασης ή αντανάκλασες ακτινών. || απόσταση εστιακή.
    2. (ιατρ.) εστία φλεγμονής.
    3. μτφ. κέντρο συγκέντρωσης, συρροής.
    α.
    1. ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία• κόλπο, τέχνασμα, τρυκ. || πονηριά, απάτη, κατεργαριά. || (για μηχανισμό) το μυστικό.
    2. καπρίτσα, ιδιοτροπίες, καμώματα, νάζια•

    брось свои -ы άσε (άφησε) τα καπρί-τσα σου στην μπάντα.

    εκφρ.
    в том-то и фокус – εδώ είναι ο κόμπος ή τα κουμπιά της Αλέξαι-νας (για δυσχέρειες).

    Большой русско-греческий словарь > фокус

См. также в других словарях:

  • ἁλέξαι — ἀλέξαι , ἀλέξω raáks̥ati aor inf act ἀλέξαῑ , ἀλέξω raáks̥ati aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέξαι — ἀλέξω raáks̥ati aor inf act ἀλέξαῑ , ἀλέξω raáks̥ati aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»