-
1 αφίσταμαι
(αόρ. απέστησα и απέστην) различаться, отличаться;οι απόψεις μου αφίστανται πολύ των ιδικών σας — моя точка зрения значительно отличается от вашей;
2) воздерживаться;αφίσταμαι πάσης αναμίξεως εις... — воздерживаться от какого-л. вмешательства в...
-
2 ἀφίσταμαι
ἀφ|ίσταμαι 1. отступать, отходить в сторону; 2. быть отступником, ≃ отступаться от кого (ср. лат. Iulianus Apostata Юлиан Отступник) -
3 ἀφίσταμαι
med. отстаю, отпадаю, отлагаюсь (τινός — от кого) -
4 αφιστημι
ион. ἀπίστημι (в неперех. знач. aor. 2 ἀπέστην, pf.-praes. ἀφέστηκα, ppf.- impf. ἀφεστήκη и ἀφεστήκειν)1) тж. med. отставлять в сторону, отводить, отстранять, удалять(ἄχος Aesch.; τινα Xen. и τινά τινος Plat.; med. Ἀργείων δόρυ πυλῶν Eur.)
τὰ ξυγκείμενα ἀπ΄ ἀλλήλων ἀ. Plat. — разделять соединенное, разъединять2) отрывать, склонять к отпадению(τοὺς Ἴωνας ἀπὸ Κροίσου Her.; ξυμμάχους Thuc.; ἅπασαν Ἰωνίαν Plut.)
3) смещать, увольнять(ἄρχοντα Xen.; τινὰ τοῦ ἄρχειν Plut.)
4) тж. med. быть удаленным, находиться вдали(τινός Hom.)
; δοῦλος ἀφεστώς Lys. беглый раб; ἀ. φρενῶν Soph. быть не в своем уме; ἀποστάντες ἔβαλλον ἀκοντίοις Plut. они издали метали копья5) разниться, отличаться(τινος Dem.)
πόρρω ἀφέστηκε βασιλεὺς τυράννου Plat. — есть большая разница между царем и тиранном6) тж. med. уходить, отходить, удаляться(τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Hom.; med. ἐκ Σικελίας Thuc.)
οὐδέν τι μᾶλλον ἀφίσταμαι Plat. — я все же не уступаю;ἀπέστη εἰπών … Arst. — уклонившись в сторону, он сказал, что …;ἀφίστασθαι τὸν ἥλιον ὑπὸ τὰς σκιάς Xen. — уходить от солнца в тень7) уклоняться, воздерживаться, тж. отказываться(τινός Isocr., Polyb.)
ἀπέστην τοῦτ΄ ἐρωτῆσαι Eur. — я не решаюсь спросить об этом;ἀ. τῆς ἐλπίδος Dem. — оставлять надежду;ἀποστῆναι πολιορκίας Plut. — снять осаду8) тж. med. отпадать, отделяться(τινός и ἀπό τινος Her.)
ἀποστὰς ἐς Μυσούς Xen. — отложившись и перейдя на сторону мисийцев;πρὸς πολεμίους ἀφιστάμενος Xen. — перебежавший к врагам9) med. отставать, отделяться, отслаиваться(ἀπὸ τῶν ὀστῶν Plat.)
10) преимущ. med. снимать с себя, т.е. уплачивать(χρεῖος Hom.; τὸν χαλκόν Dem.)
-
5 προαφισταμαι
(fut. προαποστήσομαι, aor. 2 προαπέστην, pf. προαφέστηκα) досл. оставаться позади, отставать, перен. отрекаться, отказыватьсяμέ π., πρὴν ἂν πανταχῆ σκοπῶν ἀπείπῃ τις Plat. — не прекращать усилий, пока не исследуешь всех обстоятельств;
προαποστῆναι τοῦ ἄρχοντος Plut. — сложить с себя обязанности (квестора) до (ухода с поста) проконсула -
6 υπαφισταμαι
-
7 ἀφίστημι
побуждаю (склоняю, подстрекаю) к отпадению
- ἀφίσταμαι
См. также в других словарях:
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
ἀφίσταμαι — ἀφίστημι put away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apostasie — Der Ausdruck Apostasie (altgriechisch αποστασία apostasía ‚Abfall‘; von ἀφίσταμαι aphistamai ‚abfallen‘, ‚wegtreten‘)[1] bezeichnet die Abwendung von einer Religion durch einen förmlichen Akt (beispielsweise Kirchenaustritt oder Übertritt zu… … Deutsch Wikipedia
Religion grecque (sources) — Religion grecque antique (sources) La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de… … Wikipédia en Français
Religion grecque antique (sources) — La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de sources, qui sont principalement d ordre… … Wikipédia en Français
Religión de la Antigua Grecia (fuentes) — Saltar a navegación, búsqueda La religión de Grecia Antigua no es posible describirla a partir de observaciones directas. Hace falta pues, para conocerla, apoyarse en un conjunto importante de fuentes, que son principalmente de orden literario,… … Wikipedia Español
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αποσταδόν — ἀποσταδόν κ. δά (Α) κ. δην (Μ) [αφίσταμαι] από απόσταση, από μακριά … Dictionary of Greek
προαφίσταμαι — Α 1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων 2. εξεγείρομαι πρωτύτερα 3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.) 4. εγκαταλείπω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»] … Dictionary of Greek
συναφίστημι — ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α παθ. συναφίσταμαι επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον μσν. αποχωρώ, αποσύρομαι αρχ. 1. γίνομαι αίτιος τής αποστασίας κάποιου 2. κινώ σε επανάσταση … Dictionary of Greek
υπαφίσταμαι — Α αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»] … Dictionary of Greek