-
1 невидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. αόρατος, αθέατος, αφανής.2. ασήμαντος. || άσημος, αφανής.3. δυσειδής, άσχημος, δύσμορφος. -
2 незаметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαπαρατήρητος• ανεπαίσθητος•-ая тропинка απαρατήρητο μονοπάτι•
-ые изменения ανεπαίσθητες αλλαγές.
|| κρυφός, λαθραίος•он ушл незаметный έγινε άφαντος, τό σκάσε κρυφά.
|| αφανής, άσημος•незаметный человек αφανής άνθρωπος.
-
3 Disappear
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανής εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν.To have disappeared: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Run away: Ar. and P. ἀποδιδράσκειν.Fly: P. and V. φεύγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disappear
-
4 Obscure
adj.Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δναφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος.In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).Hard to understand: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, ποικίλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἀσύνετος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀξύμβλητος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. ἀτέκμαρτος; see Unintelligible.An obscure rumour: V. ἀμαυρὸς κληδών, ἡ.Inglorious: P. and V. ἄτιμος, ἀδόκιμος, ἀφανής, ἀκλεής, ἀνώνυμος, P. ἄδοξος, V. δυσκλεής (also Xen.), ἄσημος.——————v. trans.Cast a shadow over: P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν (acc.), σκοτοῦν (acc.) (pass. used in Plat.).Make unintelligible, confuse: P. and V. συγχεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obscure
-
5 Vanish
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανὴς εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν; see also, melt.To have vanished: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vanish
-
6 винт
1. (стержень со спиральной нарезкой) о κοχλίαςη βίδαзавинчивать - κοχλιώνω, βιδώνωбарашковый - πτε-ρυγωτός -, разг. η πεταλούδα2. (ав., мор.) о έλικαςразг. η προπέλλαгребной - (судна) - см. гребной винт несущий - το κύριο στροφείοтолкающий - προώθησης, ωστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винт
-
7 скрытый
κρυφός, αφανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрытый
-
8 безвестный
безвестныйприл ἀγνωστος, ἀφανής, ἄσημος. -
9 незаметный
незаметн||ыйприл1. (плохо различимый) ἀπαρατήρητος / ἀνεπαίσθητος (неощутимый)·2. (о человеке) ἄσημος, ἀφανής. -
10 неизвестный
неизвестный1. прил ἄγνωστος:по \неизвестныйой причине γιά ἀγνωστους λόγους, ἀπό ἄγνωστη αίτία·2. прил (не пользующийся известностью) ἄγνωστος, ἀφανής:\неизвестныйый художник ἄγνωστος ζωγράφος· 3, м ὁ ἄγνωστος. -
11 неприметный
неприметныйприл δυσδιάκριτος, ἀνεπαίσθητος, ἀδιόρατος / ἀφανής, ἀσήμαντος, θαμπός, πού δέν ξεχωρίζει σέ τίποτα (о человеке, внешности). -
12 безвестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάγνωστος•безвестный остров άγνωστο νησί.
|| αφανής, άσημος•безвестный герой άγνωστος ήρωας.
-
13 малый
малый 1επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•-ая медведица η μικρή Αρκτος.
|| λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.
|| άσημος, απλός, αφανής•мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.
|| στενός•-ые сапоги μικρές μπότες.
ουσ. το λίγο•довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.
2. ανήλικος.εκφρ.с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•- ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).малый 2επ.1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•умный ξεφτεράκι.
3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι. -
14 невидимый
επ., βρ: -дим, -а, -оαόρατος, αθέατος, αφανής•-ые звзды αόρατα αστέρια•
-ая рука αόρατο χέρι.
|| δυσδιάκριτος, αδιάκριτος, απαρατήρητος•невидимый шов δυσκολοδιάκριτη ραφή.
-
15 незначительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. ασήμαντος, μικρός•-ая сумма денег ασήμαντο ποσό χρημάτων•
-ое большинство μικρή πλειοψηφία.
|| πενιχρός, φτωχικός, ευτελής.2. άσημος, αφανής. -
16 незримый
επ., βρ: -рим, -а, -о (γραπ. λόγος) αθέατος, αόρατος, αδιόρατος, αφανής αδιάκριτος. || μυστικός, απόκρυφος. -
17 неизвестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. άγνωστος•неизвестный человек άγνωστος άνθρωπος•
неизвестный остров άγνωστο νησί.
2. αφανής, άσημος•неизвестный поэт άγνωστος ποιητής.
3. ουσ. άγνωστος.4. ουσ. ουδ. -ое (μαθ.) ο άγνωστος•уравнение с одним -ым εξίσωση με ένα άγνωστο.
-
18 непрезентабельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμη εντυπωσιακός, ασήμαντος,μη σπουδαίος, αφανής. -
19 неприметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απαρατήρητος• δυσδιάκριτος. || ασήμαντος, ανεπαίσθητος• ελάχιστος•-ая разница ελάχιστη διαφορά.
2. ασήμαντος, αφανής•неприметный человек ασήμαντος άνθρωπος (ανθρωπάριο).
-
20 Clandestine
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clandestine
См. также в других словарях:
ἀφανής — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… … Dictionary of Greek
αφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που δε φαίνεται, αόρατος: Η κορφή του βουνού, από τα πυκνά σύννεφα, ήταν αφανής. 2. απαρατήρητος, άσημος (αντίθ. επιφανής): Ήταν ένας αφανής δικηγόρος της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφανῆς — ἀφανέω fail to put in an appearance pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνης — ἀ̱φάνης , ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανῆ — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέστερον — ἀφανής unseen adverbial comp ἀφανής unseen masc acc comp sg ἀφανής unseen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστάτων — ἀφανής unseen fem gen superl pl ἀφανής unseen masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέραις — ἀφανής unseen fem dat comp pl ἀφανεστέρᾱͅς , ἀφανής unseen fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέρων — ἀφανής unseen fem gen comp pl ἀφανής unseen masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέα — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)