-
1 townsman
αστός -
2 burjuva
αστός, μπουρζουάς -
3 городской
городской αστικός, της πόλης \городской житель о κάτοικος της πόλης, ο αστός \городской транспорт η αστική συγκοινωνία* * *αστικός, της πόληςгородско́й жи́тель — ο κάτοικος της πόλης, ο αστός
городско́й тра́нспорт — η αστική συγκοινωνία
-
4 горожанин
-
5 буржуа
буржуа́м нескл. ὁ ἀστός, ὁ μπουρζου-άς. -
6 горожанин
горожанинм ὁ ἀστός, ὁ κάτοικος τής πόλης. -
7 житель
жительм ὁ κάτοικος:коренной \житель ὁ ἰθαγενής, ὁ αὐτόχθονος· городской \житель ὁ κάτοικος τῆς πόλης, ὁ ἀστός· горный \житель ὁ βουνήσιος. -
8 буржуа
-а α.άκλ.αστός, μπουρζουάς. -
9 буржуй
-я α.(απλ.) αστός. -
10 бюргер
-а α.αστός, πολίτης, κάτοικος πόλης. || μτφ. μικροαστός. -
11 городской
επ.αστικός, της πόλης•-ая улица οδός πόλης•
-ое население πληθυσμός της πόλης ή των πόλεων.
ουσ. αστός, πολίτης. -
12 горожанин
-а, πλθ. -ане, -ан α., -анка, -и θ. αστός, -ή, πολίτης, -ισσα, χωραίτης, -ιασα. -
13 Citizen
subs.P. and V. πολίτης, ὁ, ἄστος, ὁ.Female citizen: P. and V. πολῖτις, ἡ.Be a citizen, v.: P. πολιτεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Citizen
-
14 Native
adj.Opposed to foreign: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, P. ἔνδημος, V. ἐγγενής, γενέθλιος.Living in a country: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, ἔντοπος (Plat.).According to your native customs: V. κατὰ νόμους τοὺς οἴκοθεν (Æsch., Supp. 390).——————subs.Citizen: P. and V. πολίτης, ὁ, ἀστός, ὁ.Inhabitant: P. and V. οἰκήτωρ, ὁ, οἰκητής, ὁ (Plat.); see Inhabitant.Be a native of v.: see Inhabit.Natives, indigenous inhabitants: P. and V. αὐτόχθονες, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Native
-
15 Townsman
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Townsman
См. также в других словарях:
ἀστός — townsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ … Dictionary of Greek
αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾆστος — ἄιστος unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖς — ἀστός townsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖσι — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖσιν — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοί — ἀστός townsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῦ — ἀστός townsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστούς — ἀστός townsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστῷ — ἀστός townsman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)