-
1 secours
αρωγή -
2 posila
αρωγή -
3 odsiecz
αρωγή -
4 zapomoga
αρωγή -
5 помощь
помощ||ьж ἡ βοήθεια, ἡ συνδρομή, ἡ ἀρωγή:первая \помощь ἡ πρώτη βοήθειά взаимная \помощь ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀμον-βαία ἀρωγή· экономическая (техническая) \помощь ἡ οίκονομική (τεχνική) βοήθεια· оказывать \помощь παρέχω βοήθεια· подать ру́ку \помощьи τείνω χείρα βοηθείας, δίνω βοήθεια· взывать о \помощьи ζητώ βοήθεια, καλώ σέ βοήθεια· при \помощьи μέ τήν βοήθεια -
6 поддержка
1. (опора) το στήριγμα, το έρεισμα 2. (помощь, содействие) η υποστήριξη, η βοήθεια, η αρωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поддержка
-
7 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
8 пособие
1. (деньги, даваемые в помощь кому-л) η βοήθεια, το βοήθημα, το επίδομα, η επιδότηση, η αρωγή 2. (учебная книга, прибор, которыми пользуются при обучении чему-л.) το εγχειρίδιο, το διδακτικό βοήθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пособие
-
9 содействие
η συμβολή, η βοήθειαη αρωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > содействие
-
10 содействие
содейств||иес ἡ σύμπραξη, ἡ συμβολή, ἡ βοήθεια, ἡ ἀρωγή:оказать \содействие παρέχω βοήθεια, συνδράμω· при \содействиеии μέ τή βοήθεια, μέ τή συνδρομή. -
11 relief
[rə'li:f]1) (a lessening or stopping of pain, worry, boredom etc: When one has a headache, an aspirin brings relief; He gave a sigh of relief; It was a great relief to find nothing had been stolen.) ανακούφιση2) (help (eg food) given to people in need of it: famine relief; ( also adjective) A relief fund has been set up to send supplies to the refugees.) βοήθημα, αρωγή3) (a person who takes over some job or task from another person, usually after a given period of time: The bus-driver was waiting for his relief; ( also adjective) a relief driver.) αντικαταστάτης (π.χ. με αλλαγή βάρδιας)4) (the act of freeing a town etc from siege: the relief of Mafeking.) λύση πολιορκίας5) (a way of carving etc in which the design is raised above the level of its background: a carving in relief.) ανάγλυφο•- relieve- relieved -
12 выручка
-и θ.1. βοήθεια.2. το κέρδος, έσοδο από την πώληση.3. το συρτάρι των εισπράξεων, μπεζαχτάς.εκφρ.на -у (прийти – κ.τ.τ.) σε βοήθεια (αρωγή) έρχομαι. -
13 поддержка
-и θ.1. υποστήριξη, -ιγμα.2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.
|| ενίσχυση• προστασία•поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.
-
14 помощь
-и θ.βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•
оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•
взаимная помощь αλληλοβοήθεια•
звать на помощь καλώ σε βοήθεια•
медицинская помощь ιατρική βοήθεια•
скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•
с -ью ή при -и με τη βοήθεια.
-
15 содействие
-я ουδ.συνδρομή, βοήθεια, αρωγή• συμπαράσταση•просить -я ζητώ βοήθεια•
оказать содействие παρέχω βοήθεια•
при -и με τη βοήθεια.
-
16 шефство
-а ουδ.κηδεμονία, προστασία• αρωγή. -
17 yardım
βοήθεια, αρωγή, επικουρία, (bagis)συμβολή -
18 yardımlaşma
αλληλοβοήθεια, αλληλεγγύη, αρωγή -
19 podpora
1) αρωγή2) επίδομα3) επιδότηση4) προστασία5) στήριγμα -
20 pomoc
1) αρωγή2) βοήθεια3) επιδότηση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρωγῇ — ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγή — aid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα … Dictionary of Greek
αρωγή — η βοήθεια, συνδρομή, προστασία: Η αρωγή των αδελφών του στην ανάδειξή του ήταν πολύ σημαντική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωγῆι — ἀρωγῇ , ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγαῖς — ἀρωγή aid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγαί — ἀρωγή aid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῆς — ἀρωγή aid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγήν — ἀρωγή aid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῶν — ἀρωγή aid fem gen pl ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek