-
1 antiquity
[æn'tikwəti]1) (ancient times, especially those of the ancient Greeks and Romans: the gods and heroes of antiquity.) αρχαιότητα2) (great age: a statue of great antiquity.) παλαιότητα3) ((plural antiquities) something remaining from ancient times (eg a statue, a vase): Roman antiquities.) αρχαία, αρχαιότητες -
2 forum
['fo:rəm]1) (any public place in which discussions take place, speeches are made etc: In modern times the television studio is as much a forum for public opinion as the market-places of ancient Rome used to be.) δημόσιος χώρος συζητήσεων2) (a market-place in ancient Roman cities and towns.) αρχαία αγορά -
3 Capital
subs.Chief town: P. and V. πόλις, ἡ (Thuc. 2, 15).Mother city of colonies: P. μητρόπολις, ἡ.Of a pillar: V. ἐπίκρανον, τό, P. κιόκρανον, τό (Xen.).As opposed to interest: Ar.. and P. τὰ ἀρχαῖα, P. το κεφάλαιον, τὰ ὑπάρχοντα, ἀφορμή, ἡ.Make capital cut of: met., use P. and V. χρῆσθαι (dat.).——————adj.Capital charge: P. and V. περὶ ψυχῆς ἀγών.Be tried on a capital charge: P. κρίνεσθαι περὶ θανάτου.——————interj.Ar. and P. εὖγε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Capital
-
4 Platitude
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Platitude
-
5 Principal
adj.Chief: P. and V. μέγιστος, πρῶτος.Supreme: P. and V. κύριος.The principal point: P. τὸ κεφάλαιον.——————subs.Capital: P. τὸ κεφάλαιον, τὰ ὑπάρχοντα, ἀφορμή, ἡ, Ar. and P. τὰ ἀρχαῖα.Lose one's principal: P. τῶν ἀρχαίων ἀφίστασθαι (Dem. 13).Ringleader: P. and V. ἡγεμών, ὁ or ἡ; see Ringleader.Superintendent: P. and V. ἐπιστάτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principal
-
6 Truism
subs.P. and V. ἀρχαῖα, τά.What is this truism you utter? V. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; (Soph., Ant. 1049).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Truism
См. также в других словарях:
Αρχαία Κόριντος — Sp Archėja Kòrintas Ap Αρχαία Κόριντος/Archaia Korinthos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αρχαία Ολυμπία — Sp Archėja Olimpijà Ap Αρχαία Ολυμπία/Archaia Olympia L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἀρχαῖα — ἀρχαῖος from the beginning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαία — ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαίᾳ — ἀρχαί̱ᾱͅ , ἀρχαῖος from the beginning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχαία Κόρινθος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.800 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και κοντά στην Κόρινθο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινθίων … Dictionary of Greek
Αρχαία Νεμέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 742 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, κοντά στη Νεμέα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας … Dictionary of Greek
Αρχαία Ολυμπία — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.286 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται Α του Πύργου και σε απόσταση περίπου 23 χλμ. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Όστια Αρχαία — Τοποθεσία κοντά στο σημερινό προάστιο της Όστιας, περίπου 20 χλμ. ΝΔ της Ρώμης. Η ονομασία της πόλης, η οποία βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 2 χλμ. από τη θάλασσα, προέρχεται από την εκβολή του Τίβερη (Ostium), όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek