-
1 язык
η γλώσσ/αдревнегреческий - αρχαία ελληνική -, τα αρχαία (ελληνικά)дневне-русский - αρχαία ρωσική -, τα αρχαία ρώσικαразговорный - καθομιλουμένη -, ομιλούμενη -Эзопов - литер. η (αλληγορική) - του ΑισώπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язык
-
2 древний
επ., βρ: -вен, -вня, -вне.1. αρχαίος, παλαιός•древний обычай παλαιά συνήθεια•
-яя Греция η αρχαία Ελλάδα•
-ие памятники исскуства αρχαία μνημεία Τέχνης•
древний греческий язык η αρχαία ελληνική γλώσσα•
-яя рукопись αρχαίο χειρόγραφο.
ουσ. πλθ. -ие οι αρχαίοι.2. γηραιός, γέρικος•-ие оливковые деревья γέρικα ελαιόδεντρα•
древний старик ο υπέργηρος.
εκφρ.- ие языки – οιαρχαίες γλώσσες (ελληνική και. λατινική). -
3 древность
древность ж 1) η αρχαιότητα в глубокой \древностьи την αρχαία εποχή 2) мн.: \древностьи археол. οι αρχαιότητες* * *ж1) η αρχαιότηταв глубо́кой дре́вности — την αρχαία εποχή
2) мн.дре́вности — археол. οι αρχαιότητες
-
4 памятник
памятник м 1) το μνημείο·ο ανδριάντας (скульптура) надгробный \памятник το μνήμα 2) мн.: \памятники (старины) τα αρχαία, οι αρχαιότητες* * *м1) το μνημείο; ο ανδρίαντας ( скульптура)надгро́бный па́мятник — το μνήμα
2) мн.па́мятники (старины́) — τα αρχαία, οι αρχαιότητες
-
5 древность
древн||остьж1. ἡ ἀρχαιότητα [-ης]:в глубокой \древностьости τήν ἀρχαία ἐποχή, κατά τούς ἀρχαίους χρόνους; 2.:\древностьости мн. археол. οἱ ἀρχαιότητες, τά ἀρχαία μνημεία. -
6 древность
-и θ.1. αρχαιότητα, αρχαία εποχή•в -и στην αρχαιότητα•
седая древность τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα.
|| ο αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι•идеи аристотеля разделяла вся древность τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα.
2. οι αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία•музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων.
3. (απλ.) βαθιά γηρατειά. -
7 искусство
η τέχν/η, η καλλιτεχνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искусство
-
8 хорей
литер. (двухсложная стопа) о τροχαίος, (στην αρχαία ποίηση) ο χορείος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хорей
-
9 древнегреческий
древнегреческийприл ἀρχαίος ἐλληνικός:\древнегреческий язык ἡ ἀρχαία ἐλληνική γλώσσα. -
10 древний
древн||ийприл1. ἀρχαίος, παλαιός:\древнийяя история ἡ ἀρχαία ἰστορία· \древнийие языки οἱ ἀρχαϊες γλώσσες·2. (очень старый) πανάρχαιος:\древний старик ὁ ἐσχα-τὁγηρος. -
11 дружина
дружи́н||аж1. ист. ἡ ντρουζίνα, ἡ ἀκολουθία (ή σωματοφυλακή κρίγκηκα στήν ἀρχαία Ρωσία)·2. (рабочая и т. п.) τό ἀπόσπασμα:боевые \дружинаы τά μαχητικά ἀποσπάσματα· пожарная \дружина τό πυροσβεστικό σῶμα· пионерская \дружина ἡ πιονιέρικη ὁμάδα. -
12 когорта
когортаж1. ἡ κοόρτις (στήν ἀρχαία Ρώμη)·2. перен οἱ γραμμές, ἡ ὁμάδα. -
13 рукопись
ру́копис||ьж τό χειρόγραφο[ν]:древние \рукописьи τά ἀρχαία χειρόγραφα. -
14 старииа
старии||а I ж1. (о времени) τα παλιά χρόνια:в \старииау́ στά παλιά χρόνια·2. τά παλιά ἐθιμα (о старинных обычаях)/ τά ἀρχαία πράγματα, οἱ ἀρχαιότητες (о старинных предметах)· ◊ тряхнуть \старииаой θυμούμαι τά παλιά, θυμοόμαι τά νιάτα μου. -
15 antiquity
[æn'tikwəti]1) (ancient times, especially those of the ancient Greeks and Romans: the gods and heroes of antiquity.) αρχαιότητα2) (great age: a statue of great antiquity.) παλαιότητα3) ((plural antiquities) something remaining from ancient times (eg a statue, a vase): Roman antiquities.) αρχαία, αρχαιότητες -
16 forum
['fo:rəm]1) (any public place in which discussions take place, speeches are made etc: In modern times the television studio is as much a forum for public opinion as the market-places of ancient Rome used to be.) δημόσιος χώρος συζητήσεων2) (a market-place in ancient Roman cities and towns.) αρχαία αγορά -
17 античный
επ.1. αρχαίος (αρχαιοελληνικός, ρωμαϊκός).2. ωραίος, όμορφος (όπως τα αρχαία αγάλματα)•античный нос όμορφη μύτη•
-ое лицо όμορφο πρόσωπο•
античный профиль ωραίο προφίλ.
-
18 ветхозаветный
επ. βρ: -тен, -тна, -тно;της Παλαιάς Διαθήκης•-ые книги τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
|| μτφ. αρχαίος, παλαιός, ξεπερασμένος•-ые нравы αρχαία ήθη.
-
19 изречение
-я ουδ.απόφθεγμα, ρητό χρησμός•древнегреческие -я τα αρχαία ελληνικά Ρητά.
-
20 искусство
-а ουδ.τέχνη, καλλιτεχνία•принадлежит народу η τέχνη ανήκει στο λαό•
древнегреческое искусство η αρχαιοελληνική τέχνη•
искусство для -а ή искусство ради -а η τέχνη για την τέχνη•
изобразительные -а εικαστικές τέχνες•
произведние -а έργο τέχνης•
архитектурное αρχιτεκτονική τέχνη•
древнее искусство η αρχαία! Τέχνη•
прикладное искусство εφαρμοσμένες τέχνες•
военное искусство η στρατιωτική τέχνη•
искусство управления ικανότττα διοίκησης•
с большим -ом με μεγάλη τέχνη.
εκφρ.из любви к -у – από αγάπη για την τέχνη•по всем правилам -а – βλ. правило
См. также в других словарях:
Αρχαία Κόριντος — Sp Archėja Kòrintas Ap Αρχαία Κόριντος/Archaia Korinthos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αρχαία Ολυμπία — Sp Archėja Olimpijà Ap Αρχαία Ολυμπία/Archaia Olympia L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἀρχαῖα — ἀρχαῖος from the beginning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαία — ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαίᾳ — ἀρχαί̱ᾱͅ , ἀρχαῖος from the beginning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχαία Κόρινθος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.800 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και κοντά στην Κόρινθο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινθίων … Dictionary of Greek
Αρχαία Νεμέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 742 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, κοντά στη Νεμέα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας … Dictionary of Greek
Αρχαία Ολυμπία — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.286 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται Α του Πύργου και σε απόσταση περίπου 23 χλμ. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Όστια Αρχαία — Τοποθεσία κοντά στο σημερινό προάστιο της Όστιας, περίπου 20 χλμ. ΝΔ της Ρώμης. Η ονομασία της πόλης, η οποία βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 2 χλμ. από τη θάλασσα, προέρχεται από την εκβολή του Τίβερη (Ostium), όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek