-
1 принцип
η αρχ/ή, το αξίωμα, ο τρόποςο νόμος- του Πάουλι, η απαγορευτική του ΠάουλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > принцип
-
2 пролет
пролетм1. (лестницы) τό μεσόσκα-λο[ν]·2. (моста) τό τόξο[ν], ἡ καμάρα·3. ἀρχ., стр. τό ἄνοιγμα τοίχου·4. ж.-д. (перегон) ἡ διαδρομή. -
3 глаз
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.2. όραση•он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).
|| μτφ. επίβλεψη•у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.
3. μάτιασμα, μάτι.εκφρ.в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•-а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•- а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•- а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•в -а сказать ή назвать – κ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•на -а показывается ή попадает(ся) – κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•между глаз – απαρατήρητα•закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•- а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•у страха -а велики – παρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. -
4 дома
επίρ.στο σπίτι•никого нет дома κανένας δεν είναι στο σπίτι•
когда вас можно застать дома πότε μπορώ να! σας βρω στο σπίτι.
εκφρ.как дома – όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, άνετα)•его нет дома – αυτός δεν είναι στο σπίτι•в гостях хорошо, а дома лучше – παρμ. σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος άριστος (αρχ.)• у него не всё дома αυτός δεν είναι στα καλά του (λογικά του).
См. также в других словарях:
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek
Ἀρχ' — Ἀρκά , Ἀρκάς Arcadian masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχ' — ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀρχαί , ἀρχή beginning fem nom/voc pl ἀρχί , ἀρχίς fem voc sg ἀρχέ , ἀρχός leader masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχ' — Ἄρκα , Ἄρκας masc voc sg (doric aeolic) Ἄρκα , Ἄρκας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄρκαι , Ἄρκας masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἄρκᾱͅ , Ἄρκας masc dat sg (doric aeolic) Ἄρκαι , Ἄρκη fem nom/voc pl Ἄρκᾱͅ , Ἄρκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχ' — ἄρκαι , ἄρκη arca fem nom/voc pl ἄρκᾱͅ , ἄρκη arca fem dat sg (doric aeolic) ἄρκε , ἄρκος bear masc voc sg ἄρχε , ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
Λακεδαίμονα — (αρχ. Λακεδαίμων). Ονομασία κατά την ομηρική εποχή της Λακωνικής, δηλαδή της εύφορης χώρας της Λακωνίας που βρισκόταν στην κοιλάδα του Ευρώτα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο η ονομασία αυτή επικράτησε για τη Σπάρτη. Τότε, ήταν ένας μικρός οικισμός, ο… … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek