-
1 deuil
απώλεια -
2 perte
απώλεια -
3 prodělek
απώλεια -
4 ubytek
απώλεια -
5 zguba
απώλεια -
6 żałoba
απώλεια -
7 çıldırma
απώλεια λογικού, παράνοια -
8 fire
απώλεια, μείωση -
9 kaybetme
απώλεια, χάσιμο, χασούρα -
10 zayi
απώλεια, χάσιμο -
11 потеря
-и θ.1. απώλεια, χάσιμο•потеря зрения απώλεια της όρασης•
потеря крови απώλεια αίματος•
потеря времени απώλεια χρόνου•
потеря сознания λιποθυμία•
потеря памяти απώλεια μνήμης•
безвозвратная потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•
нести -и υφίσταμαι απώλειες.
2. πράγμα χαμένο.(στρατ.) πλθ. -и οι απώλειες•большие -и убитыми μεγάλες απώλειες σε νεκρούς.
-
12 утрата
-ы θ.απώλεια, χάσιμο•утрата докумен- тов απώλεια εγγράφων•
утрата трудоспособности απώλεια της εργατικής ικανότητας•
смерть учного утрата большая утрата ο θάνατος του επιστήμονα είναι μεγάλη απώλεια•
понести -у υφίσταμαι απώλεια•
тяжлая утрата βαριά απώλεια.
-
13 гибель
η καταστροφ/ή, η απώλεια, (смерть) ο θάνατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гибель
-
14 разгерметизация
1. (выход из строя уплотнений) η απώλεια της στεγανότητας 2. (результат выхода из строя герметизирующих устройств) η απώλεια πίεσηςη ελάττωση συμπίεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгерметизация
-
15 утрата
1. (потеря, лишение чего-л.) η απώλεια, το χάσιμο 2. (ущерб, урон) η ζημιά, η απώλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утрата
-
16 потеря
потеря ж το χάσιμο, η απώλεια· \потеря времени τοχασομέρι* * *жτο χάσιμο, η απώλειαпоте́ря вре́мени — το χασομέρι
-
17 пропажа
пропажа ж 1) η απώλεια, το χάσιμο 2) разг. (вещь ) το χαμένο πράμα* * *ж1) η απώλεια, το χάσιμο2) разг. ( вещь) το χαμένο πράμα -
18 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
19 трата
трат||аж τό ξόδεμα, ἡ δαπάνη, τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια:\трата времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χασομέρι. -
20 утрата
утрат||аж ἡ ἀπώλεια, τό χάσιμο/ ἡ στέρηση [-ις] (прав и т. п.):\утрата трудоспособности ἡ ἀπώλεια Ικανότητας γιά δουλειά· понести \утратау ὑφίσταμαι ἀπώ-λεια[ν].
См. также в других словарях:
ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωλείῃσι — ἀπώλεια destruction fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)