-
1 impropriety
noun απρέπεια -
2 incorrectness
noun απρέπεια -
3 indecency
noun απρέπεια,ασχήμια -
4 Impropriety
subs.P. ἀσχημοσύνη, ἡ. ἀπρέπεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impropriety
-
5 Indecency
subs.P. ἀκαθαρσία, ἡ, ἀσχημοσύνη, ἡ, ἀπρέπεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indecency
-
6 Indecorum
subs.P. and V. ἀκοσμία, ἡ, P. ἀπρέπεια, ἡ, ἀσχημοσύνη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indecorum
-
7 Indelicacy
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indelicacy
-
8 Obscenity
subs.P. ἀκαθαρσία, ἡ, ἀπρέπεια, ἡ, ἀσχημοσύνη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obscenity
-
9 Unseemliness
subs.P. ἀσχημοσύνη, ἡ. ἀπρέπεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unseemliness
-
10 Unsuitability
subs.P. ἀχρηστία, ἡ.Unseemliness: P. ἀσχημοσύνη, ἡ, ἀπρέπεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unsuitability
См. также в других словарях:
ἀπρεπείᾳ — ἀπρεπείᾱͅ , ἀπρέπεια unseemliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπεια — unseemliness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρέπεια — η (AM ἀπρέπεια) έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας νεοελλ. κακή, απρεπής ενέργεια αρχ. ασχήμια … Dictionary of Greek
απρέπεια — η αγένεια, ασχήμια: Αυτό που έκανες απόψε ήταν απρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπρεπείας — ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem acc pl ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπείαις — ἀπρέπεια unseemliness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπειαν — ἀπρέπεια unseemliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
αγένεια — η (Α ἀγένεια) [ἀγενής] νεοελλ. έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια αρχ. ταπεινή καταγωγή … Dictionary of Greek
αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια … Dictionary of Greek
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek