Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπομνημονεύω

  • 1 memorize

    απομνημονεύω

    English-Greek new dictionary > memorize

  • 2 bellemek

    απομνημονεύω, αποστηθίζω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bellemek

  • 3 вытвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > вытвердить

  • 4 выучить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω•

    урок μαθαίνω το μάθημα•

    выучить наизусть μαθαίνω απ’ έξω, απομνημονεύω, αποστηθίζω•

    выучить физику μαθαίνω τη φυσική.

    2. διδάσκω•

    выучить ребенка читать μαθαίνω το παιδάκι να διαβάζει.

    || δασκαλεύω, ορμηνεύω, κατηχώ.
    1. μαθαίνω διδάσκομαι•

    выучить писать и читать μαθαίνω να γράφω και να διαβάζω.

    || συνηθίζω•

    выучить курить μαθαίνω να καπνίζω.

    2. αποφοιτώ.

    Большой русско-греческий словарь > выучить

  • 5 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 6 долбить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•

    -блю стену σκάβω τον τοίχο•

    долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•

    дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•

    капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•

    улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).

    2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.
    3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.
    4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•
    σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > долбить

  • 7 затвердить

    -ржу, -рдишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затверженный, βρ: -жен, -жена, -о κ. затверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποστηθίζω, απομνημονεύω, μαθαίνω απ’ έξω•

    урок μαθαίνω το μάθημα απ’ έξω•

    затвердить речь αποστηθίζω το λόγο.

    2. αρχίζω να επαναλαβαίνωτα ίδια.

    Большой русско-греческий словарь > затвердить

  • 8 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 9 переучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξαναδιδάσκω, ξαναμαθαίνω, εκπαιδεύω ξανά.
    2. απομνημονεύω, αποστηθίζω ξανά (κάτι λησμονημένο).
    3. παραδιδάσκω• βλάπτω.
    4. διδάσκω (όλους, πολλούς).
    ξαναδιδάσκομαι. || βλάπτομαι από το πολύ διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > переучить

  • 10 подзубрить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω ακόμα λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подзубрить

См. также в других словарях:

  • ἀπομνημονεύω — relate from memory pres subj act 1st sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres ind act 1st sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres subj act 1st sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απομνημονεύω — απομνημονεύω, απομνημόνευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: απομνημονεύω : η παθητική φωνή (απομνημονεύομαι, βλ. πίν. 20 ) χρησιμοποιείται σπάνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απομνημονεύω — (Α ἀπομνημονεύω) προσπαθώ να συγκρατήσω, συγκρατώ στη μνήμη μου, αποστηθίζω αρχ. 1. διηγούμαι από μνήμης 2. ανακαλώ στη μνήμη μου 3. «ἀπομνημονεύω τινί τι» ἔχω ἄσχημη ἐντύπωση, σκέπτομαι κακό για κάποιον 4. φρ. «ἀπομνημονεύω ὄνομα» δίνω όνομα για …   Dictionary of Greek

  • απομνημονεύω — ευσα και εψα 1. διατηρώ στη μνήμη μου: Στη διάρκεια του Αγώνα απομνημόνευε τα γεγονότα, για να τα αφηγηθεί με τρόπο μοναδικό αργότερα. 2. αποστηθίζω: Απομνημόνευε κομμάτια από διάφορα βιβλία, για να τα ξεφουρνίσει την κατάλληλη στιγμή και να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπομνημονεύσει — ἀπομνημονεύω relate from memory aor subj act 3rd sg (epic) ἀπομνημονεύω relate from memory fut ind mid 2nd sg ἀπομνημονεύω relate from memory fut ind act 3rd sg ἀ̱πομνημονεύσει , ἀπομνημονεύω relate from memory futperf ind mp 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομνημονεύσατε — ἀπομνημονεύω relate from memory aor imperat act 2nd pl ἀ̱πομνημονεύσατε , ἀπομνημονεύω relate from memory aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀπομνημονεύω relate from memory aor imperat act 2nd pl ἀπομνημονεύω relate from memory aor ind act 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομνημονεύσεις — ἀπομνημονεύω relate from memory aor subj act 2nd sg (epic) ἀπομνημονεύω relate from memory fut ind act 2nd sg ἀ̱πομνημονεύσεις , ἀπομνημονεύω relate from memory futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπομνημονεύω relate from memory aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομνημονευθέντα — ἀπομνημονεύω relate from memory aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπομνημονεύω relate from memory aor part pass masc acc sg ἀπομνημονεύω relate from memory aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπομνημονεύω relate from memory aor part pass masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομνημονευομένων — ἀπομνημονεύω relate from memory pres part mp fem gen pl ἀπομνημονεύω relate from memory pres part mp masc/neut gen pl ἀπομνημονεύω relate from memory pres part mp fem gen pl ἀπομνημονεύω relate from memory pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομνημονεύει — ἀπομνημονεύω relate from memory pres ind mp 2nd sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres ind act 3rd sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres ind mp 2nd sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομνημονεύοντα — ἀπομνημονεύω relate from memory pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπομνημονεύω relate from memory pres part act masc acc sg ἀπομνημονεύω relate from memory pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπομνημονεύω relate from memory pres part act masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»