-
1 απολαμβανω
(fut. ἀπολήψομαι - ион. ἀπολάμψομαι, aor. 2 ἀπέλαβον, pf. ἀπείληφα)1) получать взамен(μισθόν Her., Xen., Plut.; χάριν Xen., Plut.; ὅρκους Aeschin.; ἔπαινον Plut.)
τὸ κάλλιστον τέλος ἀπολαβεῖν Plut. — умереть прекраснейшей смертью2) получать обратно, отвоевывать(τέν τυραννίδα Her.; τέν ἡγεμονίαν Isocr.; πόλεις Polyb.)
3) отводить в сторону(τινὰ μόνον Arph.; med. NT.)
οὐ κατὰ ὅλον, ἀλλ΄ ἀπολαβὼν μέρος Plat. — не в целом, а в отдельно взятой части;ὑπ΄ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες Her. — занесенные ветрами4) брать, захватывать(τι Thuc., Polyb.)
5) охватывать, окружать(τείχει Thuc.; ἀπολαμφθέντες πάντοθεν Her.)
6) задерживать(ἀπολαμφθέντες ὑπ΄ ἀπλοίας Thuc.)
ἀ. τέν ἀναπνοήν τινος Plut. — душить кого-л.;χειμῶνι ἀποληφθείς Dem. — застигнутый непогодой -
2 ἀπολαμβάνω
{с.гл., 12}Ссылки: Мк. 7:33; Лк. 6:34; 15:27; 16:25; 18:30; 23:41; Рим. 1:27; Гал. 4:5; Кол. 3:24; 2Ин. 1:8; 3Ин. 1:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπολαμβάνω
-
3 απολαμβάνω
{с.гл., 12}Ссылки: Мк. 7:33; Лк. 6:34; 15:27; 16:25; 18:30; 23:41; Рим. 1:27; Гал. 4:5; Кол. 3:24; 2Ин. 1:8; 3Ин. 1:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απολαμβάνω
-
4 απολαμβάνω
(αόρ. απέλαβον и απόλαψα, παθ. αόρ. απελήφθην) 1. μετ. получать (доход); извлекать (пользу, прибыль);2. αμετ. испытывать, получать удовольствие, наслаждаться -
5 ἀπολαμβάνω
получать (обратно), принимать; ср.з. также отводить.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπολαμβάνω
-
6 ἀπολαμβάνω
ἀπο|λαμβάνω брать от кого; отнимать; отделять -
7 απολαμβάνω
[аполамвано] ρ наслаждаться. -
8 απολαζυμαι
-
9 αποληπτεον
adj. verb. к ἀπολαμβάνω См. απολαμβανω -
10 ανταπολαμβανω
получать взамен или в воздаяние(τέν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; χάριν Dem.)
-
11 εναπολαμβανω
заключать, помещать(εἰς τὸ μέσον Plat.; μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.)
ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. — быть вовлеченным в общий круговорот -
12 προσαπολαμβανω
-
13 συναπολαμβανω
-
14 αμέριστος
η, р [ος, ον ]1) неразделённый, нераспределённый; 2) неделимый, нераздельный; 3) полный, беспредельный;απολαμβάνω της αμέρίστου εκτιμήσεως — заслужить полное уважение;
μετ· αμέρίστου ενδιαφέροντος — с глубочайшим интересом
-
15 απολαβαίνω
см. απολαμβάνω -
16 618
{с.гл., 12}Ссылки: Мк. 7:33; Лк. 6:34; 15:27; 16:25; 18:30; 23:41; Рим. 1:27; Гал. 4:5; Кол. 3:24; 2Ин. 1:8; 3Ин. 1:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 618
См. также в других словарях:
απολαμβάνω — απολαμβάνω, απόλαυσα βλ. πίν. 98 Σημειώσεις: απολαμβάνω : συναντάται μερικές φορές και ο λόγιος αόριστος απήλαυσα. Σπάνια χρησιμοποιείται ο λόγιος ενεστώτας απολαύω σε εκφράσεις όπως: απολαύει της εμπιστοσύνης (→ έχει την εμπιστοσύνη...) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπολαμβάνω — take pres subj act 1st sg ἀπολαμβάνω take pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολαμβάνω — και απολαβαίνω απολάμβανα, ευχαριστιέμαι, χαίρομαι κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… … Dictionary of Greek
ἀπολαμβάνετον — ἀπολαμβάνω take pres imperat act 2nd dual ἀπολαμβάνω take pres ind act 3rd dual ἀπολαμβάνω take pres ind act 2nd dual ἀπολαμβάνω take imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλημμένα — ἀπολαμβάνω take perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπειλημμένᾱ , ἀπολαμβάνω take perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπειλημμένᾱ , ἀπολαμβάνω take perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαμβάνετε — ἀπολαμβάνω take pres imperat act 2nd pl ἀπολαμβάνω take pres ind act 2nd pl ἀπολαμβάνω take imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαμβάνῃ — ἀπολαμβάνω take pres subj mp 2nd sg ἀπολαμβάνω take pres ind mp 2nd sg ἀπολαμβάνω take pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλημμέναι — ἀπολαμβάνω take perf part mp fem nom/voc pl ἀπειλημμένᾱͅ , ἀπολαμβάνω take perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλημμένον — ἀπολαμβάνω take perf part mp masc acc sg ἀπολαμβάνω take perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλημμένων — ἀπολαμβάνω take perf part mp fem gen pl ἀπολαμβάνω take perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)