-
1 усадить
ρ.σ.μ.1. καθίζω, τοποθετώ, βά.ζω να καθίσει•усадить гостей βάζω τους. φιλοξενούμενους να καθίσουν.
2. (απλ.) φυλακίζω•его -ли за беспаспортность τον έβαλαν φυλακή γιατί δεν είχε ταυτότητα.
3. φουρνίζω•усадить хлеб в печь βάζω το ψωμί στο φούρνο.
4. καλύπτω,σκε πάζω επιθέτοντας•стена усажена пятнами ο τοίχος σκεπάστηκε από λεκέδες.
5. φυτεύω•грядку цветами φυτεύω μια βραγιά λουλούδια.
6. χρησιμοποιώ• ξοδεύω, δαπανώ. -
2 высадить
высадить, высаживать 1) αποβιβάζω· \высадить на берег ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση 2) (растение) ( μεταφυτεύω \высадиться αποβιβάζομαι· κατεβαίνω ( από τρένο, αυτοκίνητο κτλ.)* * *= высаживать1) αποβιβάζωвы́садить на бе́рег — ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση
2) ( растение) (μετα)φυτεύω -
3 высаживать
высаживатьнесов1. ἀποβιβάζω, ξεμ-παρκάρω/ κατεβάζω κάτω (насильно):\высаживать десант ἀποβιβάζω ἄγημα· \высаживать из поезда κατεβάζω ἀπό τό τραίνο·2. (растения) μεταφυτεύω, φυτεύω ἀλλοῦ·3. (дверь, окно) разг σπάνω, θραύω, συντρίβω. -
4 насадить
-сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. φυτεύω.2. βάζω, θέτω.3. βάζω να καθίσει• τοποθετώ.4. βάζω, περνώ στειλιάρι(λαβή) σε εργαλείο•насадить топор на топорище βάζω στειλιάρι στο τσεκούρι.
|| διαπερώ, τρυπώ, περνώ•-утку на вертел περνώ πάπια στο σουβλί.
5. χώνω, βάζω (από πάνω προς τα κάτω), φορώ. || ράβω•насадить пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.
6. βλ. насаждать. || πληρώ, γεμίζω• πληθαίνω. -
5 прикопать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. прикопанный, βρ: -пан, -а, -о.1. φυτεύω αβαθώς.2. σκεπάζω με χώμα τα φυτά (από το ψύχος).
См. также в других словарях:
φυτεύω — φύτεψα, φυτεύτηκα, φυτεμένος 1. βάζω μέσα στο έδαφος για να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί σπόρο φυτού ή τη ρίζα νεαρού φυτού που ξεριζώθηκε από άλλο μέρος, κάνω κάτι να φυτρώσει. 2. μτφ., μπήγω βαθιά, χώνω κάτι βαθιά, το καταχώνω: Του φύτεψαν δυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδροφυτεύω — φυτεύω νέα δένδρα σε γυμνή ή καμένη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
μεταφυτεύω — και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω) (γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση νεοελλ. 1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό 2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο… … Dictionary of Greek
φύτευμα — (phyteuma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, της τάξης των συνάνδρων. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη πολυετών φυτών, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ανθοταξίες ωοειδείς ή μακρόστενες,… … Dictionary of Greek
φύτευση — η / φύτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [φυτεύω] η ενέργεια τού φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί νεοελλ. (γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… … Dictionary of Greek
υποφυτεύω — ΜΑ [φυτεύω] φυτεύω κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποφυτεύειν δάφνην... ὑπὸ πεύκῃ», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
αναδασώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. φυτεύω πάλι με δέντρα έκταση που απογυμνώθηκε: Η έκταση που απογυμνώθηκε από την πυρκαγιά αναδασώνεται. 2. φυτεύω δέντρα για να γίνει δάσος: Αναδασώνονται όλες οι γυμνές περιοχές στην Αττική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek