Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπο-φθίνω

  • 1 изныть

    -ною, -ноешь
    ρ.σ. βασανίζομαι μαραζώνω, φθίνω, λιώνω σβήνω•

    изныть от жары λιώνω από τη ζέστη•

    изныть от жижды σβήνω από τη δίψα•

    изныть от тоски λιώνω από τη θλίψη.

    Большой русско-греческий словарь > изныть

  • 2 сохнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сох κ. сохнул, сохла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сохнувший κ. сохший
    ρ.δ.
    1. στεγνώνω, ξηραίνομαι•

    губы -ут от жара τα χείλη στεγνώνουν α-πο τον πυρετό•

    бель -нет на вервке τα ρού-στεγνώνουν στο σχοινί•

    краска -нет η μπογιά ξηραίνεται•

    булка -нет η φραντζόλα ξηραίνεται.

    || εξατμίζομαι•

    в роще сохла роса στο δασύλλιο η δροσιά έφυγε (δεν υπάρχει).

    2. μτφ. αδυνατίζω, ισχναίνω, λιώνω, μαραζώνω•

    сохнуть от любви φθίνω από αγάπη•

    сохнуть от тоски μαραζώνω από θλιψη.

    Большой русско-греческий словарь > сохнуть

  • 3 таять

    тая||ть
    несов
    1. λυώνω (άμετ.), τήκω, τήκομαι:
    конфета тает во рту τό σοκο-λατίνι λυώνει στό στόμα· сегодня тает безл σήμερα τά χιόνια λυώνουν снег тает τό χιόνι λυώνει·
    2. (исчезать) σβύ-νω, χάνομαι:
    зву́ки тают οἱ ήχοι σβύ-νουν
    3. перен (чахнуть) ἐξαντλοῦμαι, φθίνω:
    си́лы тают οἱ δυνάμεις ἐξαντλοῦν-ται· она тает как свечка λυώνει σάν τό κερί·
    4. (млеть) разг λιγώνομαι, λυώνω:
    \таятьть от любви λυώνω ἀπό Ερωτα

    Русско-новогреческий словарь > таять

  • 4 высохнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. высох, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. στεγνώνω, ξηραίνομαι•

    белье -ло τα ρούχα στέγνωσαν.

    || στειρεύω, στερεύω•

    слезы -ли τα δάκρυα στέρεψαν.

    2. (για φυτά) μαραίνομαι, μαραγκιάζω.
    3. μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, λιώνω•

    он -ул от тоски αυτός μαράθηκε από τη θλίψη.

    Большой русско-греческий словарь > высохнуть

  • 5 наскучаться

    ρ.σ. ανιώ, πλήττω πολύ βασανίζομαι, φθίνω, λιώνω από την πλήξη.

    Большой русско-греческий словарь > наскучаться

  • 6 таять

    таю, таешь
    ρ.δ.
    1. λιώνω, τήκομαυ•

    -ют снега λιώνουν τα χιόνια•

    воск -ет το κηρί λιώνει.

    2. καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). || μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ισχναίνω.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• διαλύομαι•

    облако -ет το σύννεφο χάνεται•

    туман -βΤ η ομίχλη διαλύεται•

    звуки -ют οι ήχοι χάνονται.

    || ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώνομαι•

    деньги -ют τα χρήματα τελειώνουν.

    4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•

    таять от лгобви μαραίνομαι από αγάπη.

    εκφρ.
    так и -ет во рту – λιώνει (διαλύεται) στο στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > таять

  • 7 чахнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. чах
    κ. чахнул, чахла
    -ло
    ρ.δ.
    1. μαραίνομαι•

    чветы -ут τα λουλούδια μαραίνονται.

    2. φθίνω, λιώνω, αργολιώνω, αργοσβήνω, μαραζώνω, χτικιάζω•

    она -нет от тоски αυτή αργολιώνει από τη θλίψη.

    Большой русско-греческий словарь > чахнуть

См. также в других словарях:

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… …   Dictionary of Greek

  • φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • φθισίμβροτος — και φθισίβροτος, ον, Α (επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + (μ)βροτος (< βροτός* «θνητός»). Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»