Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπο-βαίνω

  • 1 ползти

    ползу, ползшь, παρλθ. χρ. полз
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά•

    червь ползт по земле το σκουλήκι σέρνεται στη γη•

    ползти вверх ανέρπω•

    ползти вокруг περιέρπω.

    2. μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ-κινούμαι. || μεταδίνομαι αργά (για ήχους). || ρέω, χύνομαι, αργά.
    3. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω• περιελίσσομαι.
    4. ελίσσομαι, βαίνω ο-φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.).
    5. (για χρόνο)• περνώ, διαβαίνω αργά.
    6. ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. || πέφτω, ξεκόβομαι βαθμιαία• κατολισθαίνω•

    берег -зт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται από λίγο-λίγο;

    7. ξεφτίζομαι. || χύνομαι από το φούσκωμα•

    тсто -зт из квашни το ζυμάρι χύνεται από το δοχείο.

    || (για βρέφη) μπουσουλώ, -ιζω.

    Большой русско-греческий словарь > ползти

  • 2 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 3 принимать

    приним||ать
    несов
    1. (получать) παίρνω, λαβαίνω, (παρα)λαμβάνω / δέχομαι (предложенное):
    \принимать пакет λαβαίνω τό δέμα· \принимать раднограмму παίρνω ραδιογράφημα· \принимать подарок δέχομαι δῶρο·
    2. (должность и т. ἡ.) ἀναλαμβάνω, ἀναλα-βαίνω·
    3. (включать в состав) δέχομαι, παίρνω:
    \принимать в партию δέχομαι στό κόμμα· \принимать на работу παίρνω στή δουλειά·
    4. (гостей, посетителей и т. п.) δέχομαι, δεξιοδμαι:
    холодно \принимать кого́-л. ὑποδέχομαι ψυχρά κάποιον врач \приниматьа́ет с часу до пяти ὁ γιατρός δέχεται ἀπό τήν μία ὡς τις πέντε·
    5. (резолюцию, постановление и т. п.) ψηφίζω, παίρνω, ἐγκρίνω:
    \принимать закон ψηφίζω νόμο·
    6. (пищу, лекарство и т. п.) παίρνω, πίνω:
    \принимать пилюлю παίρνω χάπι· \принимать порошок πίνω σκονάκι·
    7. (за кого-л., что-л.) παίρνω γιά, ὑπολαμ-βάνω:
    \принимать за знакомого τόν παίρνω γιά γνώριμο, τόν παίρνω γιά γνωστό· \принимать что-л. за чистую монету τό παίρνω κάτι τοις μετρητοίς·
    8. (характер, форму и т. п.) ἀποκτω:
    дело \приниматьа́ет дурной оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἄσχημη τροπή· \принимать всерьез τό παίρνω στά σοβαρά· \принимать что-л. в шу́тку τό παίρνω στ' ἀστεΐα· ◊ \принимать ванну κάνω μπάνιο· \принимать бой δέχομαι μάχη· \принимать гражданство πολιτογραφοῦμαι· \принимать присягу ὀρκοδοτώ, παίρνω δρκον, ὀρκωμοτώ· \принимать меры λαμβάνω μέτρα· \принимать участие в чем-либо παίρνω μέρος σέ κάτι· \принимать к сведению λαμβάνω ὁπ· δψη· \принимать во внимание λαμβάνω ὑπ' δψιν, ἀναλογίζομαι· \принимать что-л. близко к сердцу τό παίρνω κατάκαρδα· не \принимать в расчет δέν (τό) λογαριάζω· \принимать обязательства ἀναλαμβάνω ὑποχρεώσεις· \принимать вид παίρνω ὕφος, κάνω τόν...· \принимать за правило θεωρώ κανόνα· \принимать на себя ἀναλαμβάνω· \принимать по́зу παίρνω πόζα· \приниматьа́я во внимание, что... παίρνοντας ὑπ' ὅψη ὅτι...· не \приниматьа́я во внимание... μην παίρνοντας ὑπ' ὅψη, ἀγνοώντας· \принимать ро́ды, \принимать ребенка ξεγεννώ γυναίκα.

    Русско-новогреческий словарь > принимать

См. также в других словарях:

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Danaos — (altgriechisch Δαναός, latinisiert Danaus) ist in der griechischen Mythologie König von Argos im Peloponnes, der Vater der 50 Danaiden (50 Töchter, mit verschiedenen Frauen) und Stammvater der Danaer. Inhaltsverzeichnis 1 Mythos 2 Rezeption …   Deutsch Wikipedia

  • ευαπόβατος — εὐαπόβατος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»