-
1 απιστια
ион. ἀπιστίη ἥ реже pl.1) неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.2) недостоверность, неправдоподобие Xen.3) неясность исхода, ненадежность, превратность(πολέμου Isocr.)
4) неверность, вероломство(πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.)
-
2 απιστία
απιστιά η1) неверие, отсутствие веры; 2) недоверчивость; подозрительность; 3) недоверие; 4) неверность, измена (супружеская);η γυναίκα τού κάνει απιστιες — жена ему изменяет;
5) обман, вероломство, коварство;6) юр. растрата (казны) -
3 απιστία
απιστία ηневерие, отсутствие веры -
4 ἀπιστία
ἡ ἀπιστία безверие, неверие -
5 ἀπιστία
{сущ., 12}1. неверие, недоверие, неуверенность;2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ссылки: Мф. 13:58; 17:20; Мк. 6:6; 9:24; 16:14; Рим. 3:3; 4:20; 11:20, 23; 1Тим. 1:13; Евр. 3:12, 19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπιστία
-
6 απιστία
{сущ., 12}1. неверие, недоверие, неуверенность;2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ссылки: Мф. 13:58; 17:20; Мк. 6:6; 9:24; 16:14; Рим. 3:3; 4:20; 11:20, 23; 1Тим. 1:13; Евр. 3:12, 19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απιστία
-
7 ἀπιστία
невериеἀπιστίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπιστία
-
8 ἀπιστίᾳ
невериемневерию [в] неверии неверии ἀπιστίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπιστίᾳ
-
9 ἀπιστία
1. неверие, недоверие, неуверенность; 2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπιστία
-
10 απιστία
[апистиа] ουσ θ неверие, недоверие, измена. -
11 απιστον
-
12 απιστοσυνη
-
13 ευπιστια
-
14 570
{сущ., 12}1. неверие, недоверие, неуверенность;2. неверность, вероломство (склонность к измене, нарушение слова).Ссылки: Мф. 13:58; 17:20; Мк. 6:6; 9:24; 16:14; Рим. 3:3; 4:20; 11:20, 23; 1Тим. 1:13; Евр. 3:12, 19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 570
См. также в других словарях:
ἀπιστία — ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc/acc dual ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
ἀπιστίᾳ — ἀπιστίαι , ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιστία — η 1. δυσπιστία: Είχε μιαν απιστία σ όλους γενικά τους ανθρώπους. 2. το να μην πιστεύει κανείς στο Θεό: Εδώ και μερικά χρόνια τον έχει κυριέψει η απιστία. 3. παραβίαση της συζυγικής πίστης: Έλεγαν ότι έκανε απιστίες στη γυναίκα του. 4. αδίκημα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπιστίας — ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem acc pl ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαι — ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαν — ἀπιστίᾱν , ἀπιστία unbelief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστιῶν — ἀπιστία unbelief fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαις — ἀπιστία unbelief fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίη — ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίην — ἀπιστία unbelief fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)