-
1 απελπίζει
-
2 ἀπελπίζει
См. также в других словарях:
ἀπελπίζει — ἀπελπίζω despair of pres ind mp 2nd sg ἀπελπίζω despair of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταίσχυντος — ον (Μ ἀκαταίσχυντος, ον) [καταισχύνω] όποιος δεν έχει καταισχυνθεί, δεν έχει ρεζιλευτεί ή δεν μπορεί κανείς να τόν ρεζιλέψει μσν. αυτός που δεν απελπίζει κανένα «ἀκαταίσχυντον ἐλπίδα» (αναφέρεται στην Παναγία) … Dictionary of Greek