Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπελπίζει

См. также в других словарях:

  • ἀπελπίζει — ἀπελπίζω despair of pres ind mp 2nd sg ἀπελπίζω despair of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταίσχυντος — ον (Μ ἀκαταίσχυντος, ον) [καταισχύνω] όποιος δεν έχει καταισχυνθεί, δεν έχει ρεζιλευτεί ή δεν μπορεί κανείς να τόν ρεζιλέψει μσν. αυτός που δεν απελπίζει κανένα «ἀκαταίσχυντον ἐλπίδα» (αναφέρεται στην Παναγία) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»