-
1 záludný
απατηλός -
2 fraudulent
απατηλός -
3 лживый
-
4 ложный
ложный ψεύτικος, απατηλός· προσποιητός (притворный)* * *ψεύτικος, απατηλός; προσποιητός ( притворный) -
5 иллк>зорный
иллк>з||орныйприл φανταστικός, ἀπατηλός, τής παραίσθησης. -
6 лживый
лжи́в||ыйприл ψεύτικος, ψευδής, ἀπατηλός. -
7 обманный
обман||ныйприл ἀπατηλός:\обманныйным путем μέ δόλο, μέ ἀπάτη. -
8 обманчивый
обман||чивыйприл ἀπατηλός. -
9 призрачный
призрачн||ыйприл πλασματικός, φανταστικός (нереальный) / ἀνύπαρκτος (несуществующий) I ἀπατηλός (обманчивый):\призрачныйая надежда ἡ πλασματική ἐλπίδα -
10 обманный
[αμπμάννυϊ] εκ. απατηλός -
11 обманчивый
[αμπμάντσιβυϊ] εκ. απατηλός -
12 обманный
[αμπμάννυϊ] επ απατηλός -
13 обманчивый
[αμπμάντσιβυϊ] επ απατηλός -
14 иллюзионный
επ.φαινομενικός,,απατηλός, ψεύτικος. -
15 иллюзорный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαπατηλός, φανταστικός• της παραίσθησης• φρούδος, μάταιος•-ые надежды απατηλές ελπίδες•
-ые результаты απατηλά αποτελέσματα.
-
16 коварный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно. ύπουλος, δόλιος, πονηρός. || απατηλός, άπιστος. -
17 лживый
επ., βρ: лжив,• -а, -о.1. ψεύτικος, ψευδής, αναληθής.2. προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος• απατηλός. -
18 мистификаторский
επ.φενακιστικός, απατητικός, απατηλός. -
19 мишурный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. της τρέμουσας κλωστής• από τρέμουσα κλωστή.2. μτφ. φαινομενικός, απατηλός, ψεύτικος. -
20 обманка
-и θ.(συστατικό μέρος λέξεων μερικών ορυκτών)• απατηλός, ψεύτικος•цинковая обманка σφαλερίτης•
роговая обманка αμφίβολος ή αμφιβολίτης• κεροστίλβη..
См. также в других словарях:
ἀπατηλός — producing illusion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απατηλός — ή, ό (AM ἀπατηλός, ή, όν) 1. πανούργος, δόλιος, ψεύτικος 2. σφαλερός, λανθασμένος … Dictionary of Greek
απατηλός — ή, ό επίρρ. ά παραπλανητικός: Με απατηλές υποσχέσεις κατάφερε να τον παρασύρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπατηλά — ἀπατηλός producing illusion neut nom/voc/acc pl ἀπατηλά̱ , ἀπατηλός producing illusion fem nom/voc/acc dual ἀπατηλά̱ , ἀπατηλός producing illusion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλότερον — ἀπατηλός producing illusion adverbial comp ἀπατηλός producing illusion masc acc comp sg ἀπατηλός producing illusion neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλῶν — ἀπατηλός producing illusion fem gen pl ἀπατηλός producing illusion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλόν — ἀπατηλός producing illusion masc acc sg ἀπατηλός producing illusion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλότατον — ἀπατηλός producing illusion masc acc superl sg ἀπατηλός producing illusion neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλαῖς — ἀπατηλός producing illusion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλαί — ἀπατηλός producing illusion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατηλοῖς — ἀπατηλός producing illusion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)