Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἀπέχω

  • 1 воздержаться

    воздержаться, воздерживаться απέχω· \воздержаться от голосования απέχω της ψηφοφορίας
    * * *
    = воздерживаться

    воздержа́ться от голосова́ния — απέχω της ψηφοφορίας

    Русско-греческий словарь > воздержаться

  • 2 воздержать

    -ржу, -ержишь, ρ.σ.μ. παλ. συγκρατώ (από κάποια ενέργεια).
    συγκρατιέμαι• απέχω, αποφεύγω•

    воздержать от спиртных напитков απέχω από τα οινοπνευματώδη ποτά, αποφεύγω τα πιοτά.

    || συγκρατώ (πάθος, αισθήματα)•

    воздержать от гневы συγκρατώ το θυμό.

    || απέχω, ψηφίζω λευκό, κρατώ ουδετερότητα•

    -лись трое δεν ψήφισαν(ή ψήφισαν λευκό)τρεις.

    Большой русско-греческий словарь > воздержать

  • 3 голосование

    голосование с η ψηφοφο ρία, η ψήφιση открытое (тай ное) \голосование η ανοιχτή (μυστική) ψηφοφορία воздержаться от \голосованиея απέχω της ψηφοφορίας
    * * *
    с
    η ψηφοφορία, η ψήφιση

    откры́тое (та́йное) голосова́ние — η ανοιχτή (μυστική) ψηφοφορία

    воздержа́ться от голосова́ниея — απέχω της ψηφοφορίας

    Русско-греческий словарь > голосование

  • 4 воздержаться

    воздержаться
    сов, воздерживаться несов ἀπέχω:
    \воздержаться от голосования ἀπέχω τῆς ψηφοφορίας· \воздержаться от вина ἀποφεύγω τό κρασί, воздеть сов см. воздевать. вэздух м ὁ ἀ(γ)έρας, ὁ ἀήρ:
    сжатый \воздержаться ὁ πεπιεσμένος ἀέρας· жидкий \воздержаться физ. ρευστός ἀέρας· на открытом \воздержатьсяе στό ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα, σέ ἀνοικτό χώρο.

    Русско-новогреческий словарь > воздержаться

  • 5 голосование

    голосование
    с ἡ ψηφοφορία:
    открытое (тайное) \голосование ἡ ἀνοιχτή (ή μυστική) ψηφοφορίά поставить на \голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν· воздержаться от \голосованиения ἀπέχω τῆς ψηφοφορίας, ἀπέχω ἀπ' τήν ψηφοφορία, κάνω ἀποχή ἀπό τήν ψηφοφορία.

    Русско-новогреческий словарь > голосование

  • 6 особняком

    особняком
    нареч ξέχωρα, ξεχωριστά, μεμονωμένα [-ως]:
    держаться \особняком ἀπέχω ἀπό τους ἀλλους· жить \особняком ζῶ μόνος.

    Русско-новогреческий словарь > особняком

  • 7 отстоять

    отстоять I
    сов см. отстаивать.
    отсто||ять II
    несов (быть на расстоянии) εἶμαι ἀπομακρυσμένος, ἀπέχω:
    деревня \отстоятьит от станции на километр τό χωριό ἀπέχει ἀπό τόν σταθμό ἕνα χιλιόμετρο.

    Русско-новогреческий словарь > отстоять

  • 8 отстоять

    [ατσταγιάτ*] ρ. απέχω

    Русско-греческий новый словарь > отстоять

  • 9 отстоять

    [ατσταγιάτ'] ρ απέχω

    Русско-эллинский словарь > отстоять

  • 10 голодать

    ρ.δ.
    1. πεινώ, υποφέρω από πείνα. || στερούμαι απαραιτήτων, δεν επαρκώ.
    2. ασιτώ, δεν τρώγω, απέχω τροφής• μένω χωρίς τροφή.

    Большой русско-греческий словарь > голодать

  • 11 голосование

    ουδ.
    ψηφοφορία, ψήφιση•

    -по спискам ψηφοφορία με καταλόγους•

    открытое голосование φανερή ψηφοφορία•

    тайное голосование μυστική ψηφοφορία•

    ставить вопрос на голосование βάζω (θέτω) το ζήτημα σε ψηφοφορία•

    воздержа/ться от -я απέχω της ψηφοφορίας, δεν ψηφίζω.

    Большой русско-греческий словарь > голосование

  • 12 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 13 небо

    -а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•

    голубое небо γαλάζιος ουρανός•

    поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•

    облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.

    εκφρ.
    это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•
    превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•
    -у жарко (будет, станетκ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•
    как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•
    (отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•
    между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•
    попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•
    упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > небо

  • 14 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 15 поститься

    пощусь, постишься ρ.σ. νηστεύω, κρατώ νηστεία. || μτφ. απέχω από κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > поститься

  • 16 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 17 удержать

    удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•

    удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•

    удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•

    кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•

    неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.

    2. δεν αφήνω να φύγει•

    мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.

    3. μτφ. περιορίζω•

    -жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).

    4. αφήνω•

    удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.

    || διατηρώ•

    удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.

    (στρατ.) διατηρώ•

    приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.

    || (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.
    1. κρατιέμαι•

    еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•

    я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

    2. διατηρούμαι• διαρκώ•

    их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.

    || δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•

    отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.

    || παραμένω•

    он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.

    3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•

    удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•

    удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•

    удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > удержать

См. также в других словарях:

  • ἀπέχω — keep off or away from pres subj act 1st sg ἀπέχω keep off or away from pres ind act 1st sg ἀποχώννυμι bank up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέχω — απέχω, (απείχα) βλ. πίν. 190 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απέχω — (AM ἀπέχω) 1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι 2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι ||| αρχ. μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατής αρχ. 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω 2. χωρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • απέχω — 1. είμαι μακριά: Ο Πειραιάς δεν απέχει πολύ από την Aθήνα. 2. δεν παίρνω μέρος: Πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι απέχουν από τα πολιτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀπέχω — ἀπέχω , ἀπέχω keep off or away from pres subj act 1st sg ἀπέχω , ἀπέχω keep off or away from pres ind act 1st sg ἀπέχω , ἀποχώννυμι bank up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπέχω , ἐπώχατο pres subj act 1st sg ἐπέχω , ἐπώχατο pres ind act 1st …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχεσθε — ἀπέχω keep off or away from pres imperat mp 2nd pl ἀπέχω keep off or away from pres ind mp 2nd pl ἀπέχω keep off or away from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχετε — ἀπέχω keep off or away from pres imperat act 2nd pl ἀπέχω keep off or away from pres ind act 2nd pl ἀπέχω keep off or away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέχῃ — ἀπέχω keep off or away from pres subj mp 2nd sg ἀπέχω keep off or away from pres ind mp 2nd sg ἀπέχω keep off or away from pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχομένων — ἀπέχω keep off or away from pres part mp fem gen pl ἀπέχω keep off or away from pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχέσθων — ἀπέχω keep off or away from pres imperat mp 3rd pl ἀπέχω keep off or away from pres imperat mp 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεχόμεθα — ἀπέχω keep off or away from pres ind mp 1st pl ἀπέχω keep off or away from imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»