Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀνέφελος

  • 1 безоблачный

    безоблачный
    прил αίθριος / ἀνέφελος, ξάστερος (тж. перен).

    Русско-новогреческий словарь > безоблачный

  • 2 ясный

    ясн||ый
    прил διαυγής, ὁλοκάθαρος/ σαφής, εὐκρινής (отчетливый)/ ήρεμος, γαλήνιος (спокойный, чистый)/ καταφανής, φανερός (очевидный)/ αίθριος, ἀνέφελος^ο погоде, о небе):
    \ясныйый взгляд τό ήρεμο βλέμμα· \ясныйое лицо τό γαλήνιο πρόσωπο· \ясныйый почерк ὁ εὐκρινής χαρακτήρας· \ясныйая цель ὁ ξεκάθαρος σκοπός· \ясныйый ум διαυγής σκέψη· нметь \ясныйое представление о чем-л. ἔχω σαφή ἀντίληψη γιά κάτι· \ясныйое намерение ἡ καταφανής πρόθεση· ◊ \ясныйое дело φυσικά, βέβαια· как гром среди́ ясного неба ἐντελώς ἀπρόοπτα, ξαφνικά, σάν μπόμπα.

    Русско-новогреческий словарь > ясный

  • 3 cloudless

    adjective (free from clouds: a cloudless sky.) ανέφελος

    English-Greek dictionary > cloudless

  • 4 безоблачность

    θ.
    ξαστεριά, αιθρία, ανέφελος καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > безоблачность

  • 5 безоблачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ανέφελος, ασυννέφιαστος, ξάστερος, αίθριος. || μτφ. αδιατάραχος, γαλήνιος•

    -ая жизнь ανέφελη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > безоблачный

См. также в других словарях:

  • ἀνέφελος — unclouded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέφελος — η, ο (Α ἀνέφελος, ον) ασυννέφιαστος, ξάστερος νεοελλ. μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος αρχ. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός …   Dictionary of Greek

  • ανέφελος — η, ο ασυννέφιαστος, ξάστερος, ευτυχής: Για το γάμο τους τους ευχήθηκε βίο ανέφελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀννέφελον — ἀνέφελος unclouded masc/fem acc sg (epic) ἀνέφελος unclouded neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέφελον — ἀνέφελος unclouded masc/fem acc sg ἀνέφελος unclouded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφέλοιο — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφέλου — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφέλῳ — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννεφέλοιο — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννεφέλοισιν — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννεφέλου — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»