Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀντρ-

  • 1 Wash

    v. trans.
    The body: P. and V. λούειν (or mid.).
    Washed: also V. ἐκλελουμένος (Æsch., frag.).
    Hands and feet: V. νίζειν, Ar. and P. πονίζειν.
    I wash my hands of what has been done: P. ἀφίσταμαι τῶν πεπραγμένων (Dem. 350).
    Wash (clothes, etc.): Ar. and P. πλύνειν.
    Cleanse by washing: P. and V. πονίζειν (Plat., Ar., and Eur., Tro. 1153), Ar. and P. πολούειν.
    met., cleanse: P. and V. καθαίρειν, ἐκκαθαίρειν, V. ἁγνίζειν, νίζειν, Ar. and P. διακαθαίρειν.
    Wash with silver, etc.: see Overlay.
    White-wash: see white-wash.
    Be washed by the sea: P. περικλύζεσθαι.
    In caverns which the dark sea washes with its waves: V. κατʼ ἄντρʼ ἃ πόντος νοτίδι διακλύζει μέλας (Eur., I. T. 107).
    Washed by the sea, adj.: V. περίρρυτος (once in Thuc. 4, 64), λίρροθος, ἀμφίκλυστος, λίστονος.
    Wash ashore, v.: P. and V. ἐκφέρειν, V. ἐκβάλλειν.
    Be washed ashore: P. and V. ἐκπίπτειν.
    Washed ashore, adj.: V. ἔκβλητος.
    Wash away, remove by washing, v.: P. ἀποπλύνειν.
    Inundate: see Inundate.
    met., P. and V. ἐκνίζειν (Dem. 274), V. νίζειν, κλύζειν (Eur., I. T. 1193).
    Wash out: Ar. and P. ἐκπλύνειν, P. ἐκκλύζειν.
    That can be washed out, adj.: P. and V. ἔκπλυτος.
    Not to be washed out: P. δυσέκνιπτος, V. δύσνιπτος.
    Of dyes: P. δευσοποιός.
    Wash over: see Inundate.
    V. intrans.
    Bathe: P. and V. λοῦσθαι.
    ——————
    subs.
    Bath: P. and V. λουτρόν, τό.
    Swell, wave: P. and V. κῦμα, τό, Ar. and V. οἶδμα, τό, σλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wash

См. также в других словарях:

  • ἄντρ' — ἄντρα , ἄντρον cave neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος …   Dictionary of Greek

  • αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • -τζίκος — κατάλ. υποκορ. ον. τής Νέας Ελληνικής (πρβλ. λαου τζίκος, μασκαρα τζίκος) η οποία έχει προέλθει από ένωση τής κατάλ. τζής* και τής κατάλ. ίκος, η οποία απαντά σε υποκοριστικά κύριων ονομάτων (πρβλ. Αντρ ίκος, Μιμ ίκος) …   Dictionary of Greek

  • άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] …   Dictionary of Greek

  • αντρούκλας — κ. άντρουκλας, ο ο σωματώδης άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ουκλας*] …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • λευκαντής — λευκαντής, ο και λευκαστής, ο θηλ. άντρ(ι)α ο τεχνίτης που λευκαίνει διάφορα προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»