-
1 Wash
v. trans.The body: P. and V. λούειν (or mid.).Washed: also V. ἐκλελουμένος (Æsch., frag.).Hands and feet: V. νίζειν, Ar. and P. ἀπονίζειν.I wash my hands of what has been done: P. ἀφίσταμαι τῶν πεπραγμένων (Dem. 350).Wash with silver, etc.: see Overlay.White-wash: see white-wash.Be washed by the sea: P. περικλύζεσθαι.In caverns which the dark sea washes with its waves: V. κατʼ ἄντρʼ ἃ πόντος νοτίδι διακλύζει μέλας (Eur., I. T. 107).Wash ashore, v.: P. and V. ἐκφέρειν, V. ἐκβάλλειν.Be washed ashore: P. and V. ἐκπίπτειν.Washed ashore, adj.: V. ἔκβλητος.Wash away, remove by washing, v.: P. ἀποπλύνειν.Inundate: see Inundate.met., P. and V. ἐκνίζειν (Dem. 274), V. νίζειν, κλύζειν (Eur., I. T. 1193).Wash out: Ar. and P. ἐκπλύνειν, P. ἐκκλύζειν.Not to be washed out: P. δυσέκνιπτος, V. δύσνιπτος.Of dyes: P. δευσοποιός.Wash over: see Inundate.V. intrans.Bathe: P. and V. λοῦσθαι.——————subs.Bath: P. and V. λουτρόν, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wash
См. также в других словарях:
ἄντρ' — ἄντρα , ἄντρον cave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος … Dictionary of Greek
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
-τζίκος — κατάλ. υποκορ. ον. τής Νέας Ελληνικής (πρβλ. λαου τζίκος, μασκαρα τζίκος) η οποία έχει προέλθει από ένωση τής κατάλ. τζής* και τής κατάλ. ίκος, η οποία απαντά σε υποκοριστικά κύριων ονομάτων (πρβλ. Αντρ ίκος, Μιμ ίκος) … Dictionary of Greek
άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] … Dictionary of Greek
αντρούκλας — κ. άντρουκλας, ο ο σωματώδης άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ουκλας*] … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
λευκαντής — λευκαντής, ο και λευκαστής, ο θηλ. άντρ(ι)α ο τεχνίτης που λευκαίνει διάφορα προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)