Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀντιστοιχία

  • 1 tekabül

    αντιστοιχία, αντιστάθμιση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tekabül

  • 2 соответствие

    ουδ.
    αντιστοιχία• αναλογία• συνταύτιση•

    соответствие производителыших отношений характеру производительных сил αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις.

    || σχέση•

    приводить в -и συσχετίζω, ταιριάζω.

    εκφρ.
    в -и с... – σύμφωνα με...

    Большой русско-греческий словарь > соответствие

  • 3 адекватность

    η αντιστοιχία
    -ый αντίστοιχος, ανάλογος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адекватность

  • 4 приводить

    1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω
    - в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ
    7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить

  • 5 соответствие

    η αντιστοιχία, η ευπείθεια, η συμμόρφωση
    в - и с... σύμφωνα με... συμφώνως προς...
    полное - πλήρης -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соответствие

  • 6 приводка

    приводка
    ж полигр. ἡ ἀντιστοιχία τών στίχων (στή σελιδοποίηση).

    Русско-новогреческий словарь > приводка

  • 7 соответствие

    соответств||ие
    с ἡ ἀντιστοιχία, ἡ συμφωνία:
    в \соответствиеии с законом σύμφωνα μέ τόν νόμο.

    Русско-новогреческий словарь > соответствие

  • 8 correspondence

    1) (agreement; similarity or likeness.) αντιστοιχία
    2) ((communication by) letters: I must deal with that (big pile of) correspondence.) αλληλογραφία

    English-Greek dictionary > correspondence

  • 9 соответствие

    [σαατβιέτστβιιε] ουσ. ο. αντιστοιχία

    Русско-греческий новый словарь > соответствие

  • 10 соответствие

    [σαατβιέτστβιιε] ουσ ο αντιστοιχία

    Русско-эллинский словарь > соответствие

  • 11 адекватность

    θ.
    αντιστοιχία.

    Большой русско-греческий словарь > адекватность

  • 12 пандан

    α. άκλ. το αντίστοιχο, το προσόμοιο καλλιτεχνήματος•

    в пандан σε αντιστοιχία• αντί αυτού, σαν παρόμοιο.

    Большой русско-греческий словарь > пандан

  • 13 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 14 приводка

    θ.
    αντιστοιχία στίχων στη σελιδοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > приводка

  • 15 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 16 пропорциональность

    θ.
    αναλογία, -ικό-τητα, συμμετρία• αντιστοιχία•

    пропорциональность частей συμμετρία, των μερών•

    пропорциональность телосложения συμμετρία της σωματικής διάπλασης.

    Большой русско-греческий словарь > пропорциональность

  • 17 пропорция

    θ.
    1. αναλογία, συμμετρία, αντιστοιχία.
    2. (μαθ.) αναλογία•

    арифметическая пропорция αριθμητική αναλογία•

    геометрическая -γεωμετρική αναλογία.

    Большой русско-греческий словарь > пропорция

  • 18 согласие

    ουδ.
    1. συμφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση• δέξιμο• στρέξιμο•

    дать согласие на что.н. δίνω συγκατάθεση για κάτι•

    молчание согласие знак -я παρμ. η σιωπή είναι σημάδισυμ-φωνιας.

    2. συνομολόγηση, συμφωνία.
    3. ομοφωνία, ταυτότητα γνωμών.
    4. ομόνοια, σύμπνοια.
    5. ομοιότητα, κοινότητα γνωρισμάτων, αντιστοιχία• σύμπτωση.
    6. μτφ. αρμονία•

    жить в -и ζω αρμονικά.

    εκφρ.
    в -и с чем – (γραπ. λόγος) σύμφωνα με.

    Большой русско-греческий словарь > согласие

  • 19 сообразность

    θ.
    1. συμφωνία, αναλογία, αντιστοιχία.
    2. σκοπιμότητα.

    Большой русско-греческий словарь > сообразность

  • 20 сообразовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообразованный, βρ: -ван, -а, -о
    φέρω σε αντιστοιχία, κανονίζω•

    сообразовать расходы с доходами κανονίζω τα έξοδα με τα έσοδα.

    1. αντιστοιχώ, συμφωνώ.
    2. συμμορφώνομαι• προσαρμόζομαι•

    сообразовать с местными условиями προσαρμόζομαι στις τοπικές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > сообразовать

См. также в других словарях:

  • ἀντιστοιχία — ἀντιστοιχίᾱ , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem nom/voc/acc dual ἀντιστοιχίᾱ , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιστοιχία — η (Α ἀντιστοιχία) η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο νεοελλ. η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας …   Dictionary of Greek

  • αντιστοιχία — η 1. παράλληλη κατάσταση: Υπάρχει αντιστοιχία βαθμών στο στρατό ξηράς και στο ναυτικό. 2. (γραμμ.), η αντικατάσταση ψιλών φθόγγων με αντίστοιχους δασείς (μεταύριο μεθαύριο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιστοιχίας — ἀντιστοιχίᾱς , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem acc pl ἀντιστοιχίᾱς , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστοιχίαν — ἀντιστοιχίᾱν , ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστοιχιῶν — ἀντιστοιχία standing opposite in pairs fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»