-
1 αντισταθμιζόμενοι
-
2 ἀντισταθμιζόμενοι
См. также в других словарях:
ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αντισταθμιζόμενοι
2 ἀντισταθμιζόμενοι
ἀντισταθμιζόμενοι — ἀντισταθμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)