-
1 возразить
-
2 противоречить
противоречить αντιλέγω, αντιβαίνω" \противоречить самому себе αντιφάσκω' это \противоречитьт... αυτό έρχεται σε αντίφαση με...* * *αντιλέγω, αντιβαίνωпротиворе́чить самому́ себе́ — αντιφάσκω
э́то противоре́чит… — αυτό έρχεται σε αντίφαση με…
-
3 возражать
возражатьнесов φέρνω ἀντίρρηση, ἀντιλέγω, διαφωνώ:не \возражатьаю δέν ἔχω ἀντίρρηση, δέν διαφωνώ, δέν ἀντιλέγω. -
4 фордыбачить
-
5 противоречие
η αντίφαση, η αντίθεση, η αντινομία-ть αντιλέγω, αντιτείνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противоречие
-
6 оппонировать
оппон||и́роватьсов и несов ἀντιτάσσομαι, ἀντιλέγω. -
7 перечить
перечитьнесов разг ἀντιλέγω. -
8 прекословить
прекослови||тьнесов ἀντιλέγω. -
9 против
противпредлог с род. п.1. (напротив) ἀπέναντι, ἀντίκρυ:остановиться \против дома σταματώ ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι·2. (навстречу) ἐνάντια, κόντρα:\против течения ἐνάντια στό ρεδμα, ἀναπόταμα· плыть \против ветра πλέω κόντρα στον ἄνεμο·3. (вопреки, вразрез) κατά, παρά, ἐναντίον:\против всякого ожида́ния ἐντελ!ώς ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν \против совести παρά τήν συνείδησιν \против воли παρά τή θέληση· выступать \против διαφωνώ, ἀντιλέγω, κατακρίνὠ быть \против εἶμαι ἀντίθετος, εἶμαι κατά, διαφωνώ· иметь что-л, \против ἔχω ἀντίρρηση· я ничего не имею \против δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση· за и \против ὑπέρ καί κατά·4. (по сравнению) σέ σύγκριση μέ, σχετι-κά [-ῶς]:вдвое больше \против прошлого года διπλάσιο σέ σύγκριση μέ τό περσινό· ◊ средство \против ревматизма φάρμακο γιά τους ρευματισμούς· три \против одного τρεις μέ ἐναν. -
10 противоречить
противоречитьсов и несов1. (возражать) ἀντιλέγω·2. (быть в противоречии) ἐρχομαι σέ ἀντίθεση, εἶμαι ἀντίθετος, ἐναντιώνομαι:\противоречить себе ἀντιφάσκω, πέφτω σέ ἀντιφάσεις· показания свидетелей \противоречитьат друг другу οἱ καταθέσεις τών μαρτύρων περιέχουν ἀντιφάσεις. -
11 противоречить
[πρατιβαριέτσιτ'] ρ. αντιλέγω -
12 противоречить
[πρατιβαριέτσιτ'] ρ αντιλέγω -
13 возразить
-ажу, -азишьρ.σ.αντιλέγω, εναντιολογώ, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω•я -ил против этого предложения πρόβαλα α’-ντψρήσεις σ’ αυτή την πρόταση, αντιτάχτηκα σ’ αυτή την πρόταση.
-
14 оппонировать
-рую, -руешьρ.δ. αντιγνωμώ, ετεροφρονώ, αντιλέγω. -
15 оспорить
ρ.σ.μ. (δι)αμφισβητώ, αντιτείνω, αντιλέγω, αντιγνωμώ• φιλονικώ, ερίζω. -
16 перечить
-чу, -чишьρ.δ. αντιλέγω, αντομιλώ, αντιτείνω, αντικρένω. -
17 пикнуть
ρ.σ.βλ. пикать. || αντιλέγω, αντιμιλώ, αντιγνωμώ. -
18 поперечить
-чу, -чишьρ.σ. με δοτ. αντιλέγω, αντιτείνω, φέρω αντιρρήσεις, πηγαίνω αντίθετα, κόντρα. -
19 пререкаться
ρ.δ. φέρω προβάλλω αντιρρήσεις, αντιλέγω, αντιμιλώ, αντιτείνω, αντι-κρένω, αντιλογιέμαι. -
20 противоречить
-чу, -чишьρ.δ. (με δοτ.)1. αντιλέγω, αντιμιλώ• αντιτείνω• αντιλογιέμαι• προβάλλω αντιρρήσεις.2. αντιτίθεμαι• αντιφάσκω•эти сведения -ат друг другу αυτές οι πληροφορίες αντιφάσκουν μεταξύ τους.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντιλέγω — speak against pres subj act 1st sg ἀντιλέγω speak against pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλέγω — αντιλέγω, αντείπα βλ. πίν. 94 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… … Dictionary of Greek
αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιλέγετε — ἀντιλέγω speak against pres imperat act 2nd pl ἀντιλέγω speak against pres ind act 2nd pl ἀντιλέγω speak against imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλέγῃ — ἀντιλέγω speak against pres subj mp 2nd sg ἀντιλέγω speak against pres ind mp 2nd sg ἀντιλέγω speak against pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλέξουσιν — ἀντιλέγω speak against aor subj act 3rd pl (epic) ἀντιλέγω speak against fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιλέγω speak against fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλέξω — ἀντιλέγω speak against aor subj act 1st sg ἀντιλέγω speak against fut ind act 1st sg ἀντιλέγω speak against aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλεγομένων — ἀντιλέγω speak against pres part mp fem gen pl ἀντιλέγω speak against pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλεγόμενον — ἀντιλέγω speak against pres part mp masc acc sg ἀντιλέγω speak against pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλεγόντων — ἀντιλέγω speak against pres part act masc/neut gen pl ἀντιλέγω speak against pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)